Η αδιάκοπη λύπη, η έλλειψη ενεργητικότητας, η κούραση, η αδιαφορία, η ανικανότητα να αντλήσει κανείς χαρά από τις συνηθισμένες απολαύσεις της ζωής, αισθήματα αυτομομφής, η ανησυχία, το άγχος καθώς και διάφορες νευροφυτικές διαταραχές, όπως προβλήματα στη λήψη τροφής, στον ύπνο και στους βιολογικούς ρυθμούς αποτελούν τυπικά συμπτώματα κατάθλιψης. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την πάθηση κατάθλιψη, η οποία αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή (κυρίως αντικαταθλιπτικά) και υποστηρικτική ψυχοθεραπεία.

Εξαιτίας μιας απώλειας (ενός αγαπητού προσώπου πχ) ενδέχεται να έχουμε παρόμοια συμπτώματα, συνήθως μικρότερης έντασης και διάρκειας. Πρόκειται για το γνωστό πένθος. Ο Freud είχε ξεχωρίσει τη διεργασία πένθους (φυσιολογική, ή παθολογική στις περιπτώσεις άρνησης της απώλειας) από την κατάθλιψη (μελαγχολία). Παρατήρησε ότι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις εντοπίζεται στο ότι στις φυσιολογικές αντιδράσεις θλίψης ενός ατόμου ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ως συρρικνωμένος (όταν, για παράδειγμα, το άτομο έχει χάσει ένα σημαντικό πρόσωπο), ενώ στις καταθλιπτικές καταστάσεις αυτό που βιώνεται ως χαμένο ή κατεστραμμένο είναι ένα τμήμα του εαυτού του ατόμου. Σε ορισμένα σημεία, λοιπόν, η κατάθλιψη είναι το αντίθετο του πένθους. Τα άτομα που θρηνούν με φυσιολογικό τρόπο δεν παθαίνουν κατάθλιψη, ακόμη και όταν αισθάνονται διάχυτη λύπη κατά τη χρονική περίοδο που ακολουθεί το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή μια άλλη απώλεια.

Στο κείμενο αυτό περιγράφεται η καταθλιπτική προσωπικότητα και όχι η πάθηση κατάθλιψη. Γίνεται αναφορά στα καταθλιπτικά στοιχεία ενός ατόμου και στους αντίστοιχους τρόπους συμπεριφοράς. Αυτός που παθαίνει κατάθλιψη δεν έχει απαραίτητα καταθλιπτική δομή προσωπικότητας, όπως επίσης και ένας που έχει καταθλιπτική δομή προσωπικότητας δε σημαίνει ότι θα πάθει κατάθλιψη. Πρόκειται για τον χαρακτηρολογικά καταθλιπτικό τύπο, ο οποίος βιώνει τον κόσμο και τη ζωή με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο που περιγράφεται στη συνέχεια.

Ο βασικός φόβος των ατόμων με καταθλιπτική προσωπικότητα είναι η απώλεια (αποχωρισμός, απόσταση, μοναξιά, εγκατάλειψη). Για να μη χάσουν τον άλλο δημιουργούν εξαρτητικές σχέσεις, γίνονται δοτικοί, υποχωρητικοί και εξυπηρετικοί. Θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται. Και για να μην δυσαρεστήσουν κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών τους συναισθημάτων μακριά από τους άλλους, προς τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να μισούν τον εαυτό τους με τρόπο που δεν αναλογεί προς τις πραγματικές τους αδυναμίες. Παράλληλα επιδεικνύουν γενναιοδωρία, ευαισθησία και συμπόνια χωρίς όρια. Με τον τρόπο αυτό εμπνέουν συμπάθεια και θαυμασμό. Η στενή σχέση και η εξάρτηση τους προσφέρει ασφάλεια, ενώ η αυτονομία προκαλεί φόβο και ανασφάλεια. Εύκολα παραιτούνται από επιθυμίες και επιδιώξεις και από κάθε τι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξαρτησία, απόσταση από τον άλλο και κατ επέκταση στο φόβο απώλειας. Για τους ίδιους λόγους αποφεύγουν να εκφράζουν την επιθετικότητά τους άμεσα. Έμμεσα και χωρίς να το συνειδητοποιούν εκδηλώνουν το θυμό τους με τη γνωστή γκρίνια και το παράπονο. Διακατέχονται από μια μόνιμη αίσθηση «ατυχίας» καθώς και οι ίδιοι πολλές φορές δεν ξέρουν τι θέλουν με αποτέλεσμα συχνά να νιώθουν απογοητευμένοι.

Τα καταθλιπτικά άτομα εύκολα αισθάνονται ένοχα. Διακατέχονται από μια αγωνιώδη επίγνωση για κάθε αμάρτημα που έχουν διαπράξει, κάθε καλοσύνη που έχουν παραλείψει να εκδηλώσουν στους άλλους και κάθε εγωιστική διάθεση που πέρασε από τη σκέψη τους. Η κακία και η αδικία τούς στενοχωρεί.

Παραπονιούνται για την απληστία, τον εγωισμό, τον ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία, την υπερηφάνεια, το θυμό, το φθόνο, και τη λαγνεία που πιστεύουν ότι τα διακρίνει. Αντιλαμβάνονται όλες αυτές τις φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας ως διεστραμμένες και επικίνδυνες. Ανησυχούν ακόμη για το ότι διακρίνονται από έμφυτη καταστροφικότητα.

Το γεγονός ότι ένιωθαν να απορρίπτονται μετατράπηκε στην ασυνείδητη πεποίθηση ότι άξιζαν την απόρριψη, ότι τα σφάλματά τους την προκάλεσαν και ότι η μελλοντική απόρριψη είναι αναπόφευκτη εάν κάποιος τους γνωρίσει σε βάθος. Τα καταθλιπτικά άτομα προσπαθούν πολύ σκληρά να είναι «καλοί» άνθρωποι, αλλά φοβούνται ότι θα εκτεθεί η διεφθαρμένη φύση τους και θα απορριφθούν ως ανάξια.

Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα το οποίο παρουσιάζουν οι καταθλιπτικοί τύποι είναι η πεποίθησή τους ότι: «Μου συμβαίνουν κακά πράγματα, γιατί αυτό μου αξίζει». Συχνά, επίσης, έχουν ένα παράδοξο είδος αυτοεκτίμησης που βασίζεται στη μεγαλομανιακή ιδέα ότι: «Κανένας δεν είναι τόσο κακός, όσο είμαι εγώ».

Επειδή, ακριβώς, βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας να πιστέψουν το χειρότερο για τον εαυτό τους, τα καταθλιπτικά άτομα μπορεί να είναι πολύ ευαίσθητα. Η αρνητική κριτική μπορεί να τα καταστρέψει. Εάν ένα μήνυμα περιλαμβάνει μια νύξη για τα σφάλματά τους, η τάση τους είναι να κρατήσουν μόνο αυτό το αρνητικό τμήμα του μηνύματος. Όταν η κριτική είναι εποικοδομητική, όπως στην περίπτωση αξιολόγησης της εργασίας τους, έχουν την τάση να νιώθουν εκτεθειμένα και πληγωμένα, με αποτέλεσμα να μην προσέχουν ή να ελαχιστοποιούν κάθε θετικό σχόλιο.

Συχνά, τα καταθλιπτικά άτομα χειρίζονται την ασυνείδητη δυναμική της προσωπικότητάς τους μέσω της βοήθειας που προσφέρουν στους άλλους, με φιλανθρωπική δραστηριότητα ή με κοινωνική προσφορά, αντιμετωπίζοντας έτσι την ενοχή τους. Μια από τις μεγαλύτερες ειρωνείες της ζωής είναι ότι, αντικειμενικά, τα άτομα που έχουν τις πιο αγαθές προθέσεις είναι και τα πιο ευάλωτα στα συναισθήματα ηθικής κατωτερότητας.

Οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να δώσουν καταθλιπτικές λύσεις στα συναισθηματικά τους προβλήματα απ'ό,τι οι άνδρες.

Το άτομο που φροντίζει πρωταρχικά τα μικρά παιδιά στις περισσότερες οικογένειες είναι γυναίκα. Κατά συνέπεια, τα αγόρια κερδίζουν την αίσθηση της ταυτότητας του φύλου τους διαφοροποιούμενα από τη μητέρα τους και τα κορίτσια αντλούν την ταυτότητά τους από την ταύτιση με αυτήν. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της ανισορροπίας που εντοπίζεται στην πρώιμη ανατροφή των παιδιών είναι ότι οι άνδρες χρησιμοποιούν την ενδοβολή σε μικρότερο βαθμό, καθώς ο ανδρισμός τους επιβεβαιώνεται από τον αποχωρισμό και όχι από την ένωση με τη μητέρα, ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούν την ενδοβολή περισσότερο, επειδή η αίσθηση της θηλυκότητας τους προκύπτει από τη σύνδεση με τη μητέρα τους.

ΑΜΥΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ

Η πιο ισχυρή οργανωτική άμυνα που χρησιμοποιείται από τα καταθλιπτικά άτομα είναι η ενδοβολή.

Κατά τη διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας όταν ένας καταθλιπτικός τύπος λέει: «Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή είμαι εγωιστής», ο θεραπευτής του θα μπορούσε να ρωτήσει: «Ποιος το λέει αυτό;» Συνήθως η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι: «Η μητέρα μου» (ή ο πατέρας, ένας παππούς ή γιαγιά ή ένας μεγαλύτερος αδελφός ή αδελφή ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ενδοβληθεί από το άτομο ως εσωτερικός κριτής).

Το είδος της ενδοβολής που χαρακτηρίζει τα καταθλιπτικά άτομα είναι η ασυνείδητη εσωτερίκευση των πιο μισητών ιδιοτήτων ενός αντικειμένου αγάπης του παρελθόντος. Το άτομο θυμάται με αγάπη τα θετικά χαρακτηριστικά του απολεσθέντος αντικειμένου, ενώ βιώνει τα αρνητικά του χαρακτηριστικά ως κομμάτι του εαυτού του.

Τα παιδιά προβάλλουν τις αντιδράσεις τους πάνω στα αγαπημένα τους αντικείμενα από τα οποία εγκαταλείπονται με τη φαντασίωση ότι έφυγαν στενοχωρημένα ή θυμωμένα. Στη συνέχεια, επειδή η εικόνα ενός κακόβουλου ή πληγωμένου ατόμου που εγκαταλείπει το παιδί είναι υπερβολικά οδυνηρή για να την αντέξει και επειδή διαψεύδει την ελπίδα για επανένωση με το αγαπημένο πρόσωπο, απομακρύνεται από τη συνείδηση και βιώνεται ως ένα κακό τμήμα του εαυτού αυτών των παιδιών.

Έτσι, ένα παιδί αναδύεται από τις εμπειρίες μιας τραυματικής ή πρώιμης απώλειας εξιδανικεύοντας το χαμένο αντικείμενο και παραπέμποντας όλα τα αρνητικά συναισθήματα στον εαυτό του. Αυτή η πασίγνωστη καταθλιπτική δυναμική δημιουργεί σε ένα παιδί το διάχυτο συναίσθημα ότι είναι κακό, ότι εκείνο έχει διώξει ένα καλό άτομο που το χρειαζόταν και ότι θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ σκληρά για να εμποδίσει την κακότητά του να προκαλέσει παρόμοιες καταστάσεις εγκατάλειψης στο μέλλον.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αντίσταση των καταθλιπτικών ατόμων απέναντι στην αναγνώριση των συνηθισμένων και φυσιολογικών εχθρικών συναισθημάτων είναι κατανοητή, όπως είναι κατανοητό και το βαθιά ενοχλητικό και γνωστό φαινόμενο του ατόμου το οποίο συνεχίζει να ζει με ένα σύντροφο που του συμπεριφέρεται αδιάφορα και το κακοποιεί. Αυτό το άτομο θεωρεί ότι, μόνο εάν με κάποιον τρόπο ήταν αρκετά καλό το ίδιο, θα σταματούσε η κακοποίηση εκ μέρους του συντρόφου του.

Η στροφή ενάντια στον εαυτό ένας ακόμη μηχανισμός άμυνας που παρατηρείται συχνά στα καταθλιπτικά άτομα επιφέρει μείωση του άγχους, και ιδιαίτερα του άγχους του αποχωρισμού, επειδή εάν ένα άτομο πιστεύει ότι εξαιτίας του θυμού και της κριτικής του επήλθε η εγκατάλειψη, τότε αισθάνεται πιο ασφαλές εάν τα κατευθύνει ενάντια στον εαυτό του. Επίσης, διατηρεί μια αίσθηση δύναμης, επειδή θεωρεί ότι εάν η κακότητα είναι έμφυτη μέσα του, τότε είναι σε θέση να μεταβάλει αυτή την ενοχλητική κατάσταση.

Τα παιδιά είναι από τη φύση τους εξαρτημένα. Εάν τα άτομα από τα οποία εξαρτώνται είναι αναξιόπιστα ή έχουν αρνητικές προθέσεις απέναντί τους, τότε τα παιδιά έχουν δύο επιλογές: είτε να αντιμετωπίσουν την οδυνηρή πραγματικότητα και να ζήσουν με το φόβο, είτε να αρνηθούν την πραγματικότητα και να υιοθετήσουν την πεποίθηση ότι η πηγή της δυστυχίας τους βρίσκεται στον εαυτό τους και ότι, συνεπώς, η βελτίωση του εαυτού τους μπορεί να μεταβάλει τις συνθήκες της ζωής τους. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι θα προτιμήσουν να υποφέρουν με οποιονδήποτε τρόπο προκειμένου να μην αισθάνονται αβοήθητοι. Η κλινική εμπειρία αποδεικνύει περίτρανα την τάση των ανθρώπων να προτιμούν τη βίωση της πιο παράλογης ενοχής αντί να παραδέχονται την ανημποριά τους.

Η εξιδανίκευση είναι ο επόμενος σημαντικός αμυντικός μηχανισμός που παρατηρείται στην παθολογία της καταθλιπτικής προσωπικότητας. Επειδή η αυτοεκτίμηση αυτών των ατόμων έχει μειωθεί, ως αποτέλεσμα των εμπειριών τους, ο θαυμασμός με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους άλλους είναι αντίστοιχα υπερτονισμένος.

Η εξιδανίκευση που πραγματοποιούν τα καταθλιπτικά άτομα διαφέρει από την αντίστοιχη διεργασία των ναρκισσιστικών ατόμων ως προς το ότι στην πρώτη περίπτωση αυτή οργανώνεται γύρω από ηθικά ζητήματα και όχι γύρω από ζητήματα κύρους και κοινωνικής ισχύος.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ (ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ)


Η κλασική ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι τα άτομα που είτε έχουν «χαϊδευτεί» υπερβολικά είτε έχουν βιώσει στέρηση καθηλώνονται στο βρεφικό στάδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου βίωσαν αυτή την εμπειρία. Με βάση αυτή τη θεωρία υποστηρίχθηκε ότι τα καταθλιπτικά άτομα απογαλακτίστηκαν πολύ σύντομα ή πολύ απότομα ή ότι υπέστησαν κάποια άλλη πρώιμη ματαίωση η οποία ανέστειλε τις ικανότητες προσαρμογής τους στο περιβάλλον. Και με την έννοια αυτή συχνά είναι υπέρβαρα, συνήθως τους αρέσει να τρώνε, να καπνίζουν, να πίνουν, να μιλούν, να φιλούν και να επιδίδονται σε άλλες στοματικές απολαύσεις, καθώς και ότι έχουν την τάση να περιγράφουν τη συναισθηματική τους εμπειρία κατ'αναλογία με την τροφή και το αίσθημα της πείνας.

Η διεργασία αποχωρισμού-εξατομίκευσης καταλήγει στη γένεση καταθλιπτικών δυναμικών μόνο όταν ο πόνος μιας μητέρας για την αυτονομία του παιδιού της είναι τόσο μεγάλος, ώστε αυτή είτε αγκιστρώνεται από το παιδί και του προκαλεί ενοχές είτε το σπρώχνει μακριά της αντιφοβικά. Στην πρώτη περίπτωση το μήνυμα που εκπέμπει η μητέρα στο παιδί της είναι: «Θα είμαι τόσο μόνη χωρίς εσένα», ενώ στη δεύτερη περίπτωση το μήνυμα είναι: «Γιατί δεν μπορείς να παίξεις μόνο σου;». Τα παιδιά που βιώνουν την πρώτη συνθήκη αφήνονται να αισθανθούν ότι η φυσιολογική τους επιθυμία να είναι επιθετικά και ανεξάρτητα πληγώνει τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τα παιδιά της δεύτερης συνθήκης μαθαίνουν να μισούν τη φυσική επιθυμία τους για εξάρτηση. Και στις δύο περιπτώσεις όμως ένα τμήμα του εαυτού τους βιώνεται ως κακό.

Ο καλύτερος παράγοντας πρόβλεψης της μη καταθλιπτικής προσαρμογής ενός παιδιού στο διαζύγιο των γονέων του είναι, εκτός από τη μη εγκατάλειψή του από το γονέα που δεν αναλαμβάνει την επιμέλεια, η προσφορά μιας εξήγησης στο παιδί, η οποία να είναι ακριβής και κατάλληλη για την ηλικία του, σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν τους γονείς του στη διακοπή του γάμου τους.

Μια άλλη συνθήκη που ενθαρρύνει τη γένεση καταθλιπτικών τάσεων στην προσωπικότητα ενός παιδιού είναι μια οικογενειακή ατμόσφαιρα στην οποία αποθαρρύνεται το πένθος. Συχνά οι γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα προβάλλουν το πρότυπο της άρνησης του θρήνου, ή επιμένουν (για παράδειγμα, μετά από ένα δύσκολο διαζύγιο) να συμφωνήσει το παιδί με τον οικογενειακό μύθο ότι κάθε μέλος περνά καλύτερα χωρίς το χαμένο αντικείμενο, ή εκφράζουν την ανάγκη και ζητούν από το παιδί να τους επιβεβαιώσει ότι δεν βιώνει ψυχική οδύνη.

Μερικές φορές τα παιδιά αισθάνονται έντονες και μη λεκτικές πιέσεις από ένα συναισθηματικά υπερφορτισμένο γονέα να τον προστατέψουν από τη βίωση περισσότερης θλίψης.

Άλλες φορές σε ένα οικογενειακό σύστημα επικρατεί η άποψη ότι το πένθος και άλλες μορφές αυτοπροστασίας και ανακούφισης του εαυτού είναι «εγωιστικές» ή συνιστούν «χάϊδεμα» ή «μορφές αυτολύπησης». Τέτοιες συμπεριφορές θεωρούνται καταφρονητέες. Η πρόκληση ενοχών αυτού του είδους και οι σχετικές επιπλήξεις σε ένα πληγωμένο παιδί προκειμένου να σταματήσει να κλαψουρίζει και να το ξεπεράσει, ενσταλάζει στο παιδί, αφενός, την ανάγκη να κρύψει τις ευάλωτες πτυχές του εαυτού του και, αφετέρου, λόγω της ταύτισης με τον επικριτικό γονέα, να μισήσει τελικά εκείνες τις πτυχές.

Ο συνδυασμός μιας συναισθηματικής ή πραγματικής εγκατάλειψης με την άσκηση κριτικής εκ μέρους των γονέων είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει τη γένεση καταθλιπτικών δυναμικών.

Τέλος, ένας ισχυρός αιτιολογικός παράγοντας πρόκλησης καταθλιπτικών δυναμικών είναι η ύπαρξη σοβαρής κατάθλιψης σε ένα γονέα, ειδικά όταν το παιδί του βρίσκεται στα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Σε μια κοινωνία στην οποία: (α) οι ενήλικοι δεν καταφέρνουν να αφιερώσουν αρκετό χρόνο για να ακούσουν με προσοχή τα προβλήματα των παιδιών τους, (β) οι άνθρωποι αλλάζουν συχνά τόπο διαμονής, (γ) το διαζύγιο είναι κάτι συνηθισμένο και (δ) τα οδυνηρά συναισθήματα ανακουφίζονται τεχνητά με ψυχοδραστικές ουσίες, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ρυθμοί της νεανικής κατάθλιψης και της αυτοκτονίας, καθώς και οι αντικαταθλιπτικές ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, όπως η κατάχρηση ουσιών και ο τζόγος, έχουν εκτιναχθεί στα ύψη.