Με διάφορους τρόπους μαθαίνουμε πώς να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες, τα προβλήματα, τις ασθένειες και τις διάφορες μορφές κρίσεων που συναντάμε κατά διαστήματα στη ζωή. Η εμπειρία μας διδάσκει παράλληλα ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα όπως επιθυμούμε, ότι δεν εξαρτώνται μόνο από μας κι ότι πολλές φορές δεν λειτουργούμε με βάση τη λογική.

Σε περίπτωση ασθένειας π.χ. η εμφάνιση συμπτωμάτων μας οδηγεί στο γιατρό, ο οποίος ενημερώνεται για το ιστορικό, μας εξετάζει κλινικά και ζητά κάποιες εργαστηριακές εξετάσεις που θα τον βοηθήσουν στη διάγνωση. Μετά τη διάγνωση ακολουθεί η ανάλογη θεραπεία, φαρμακευτική ή άλλου τύπου. Ως γνωστόν, η πορεία της διαδικασίας αυτής δεν είναι πάντα εύκολη και ικανοποιητική. Στον τομέα της διάγνωσης, και κυρίως στον τομέα της θεραπείας υπάρχουν αρκετές δυσκολίες ή ανεπαρκείς δυνατότητες. Επίσης, η άγνοια, η αδιαφορία και η μη συνεργασία των ίδιων των ασθενών, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα και των ίδιων των γιατρών, επιβαρύνουν την όλη κατάσταση.

Αυτά είναι λίγο ως πολύ γνωστά σε όλους μας. Αυτό όμως που φαίνεται να μην είναι τόσο γνωστό ή που δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε και να αποδεχτούμε, είναι η αδυναμία που έχουμε να αντιμετωπίζουμε άλλα, πέραν των ασθενειών, θέματα χρησιμοποιώντας την εμπειρία που αναφέρθηκε πιο πάνω. Μη δίνοντας δηλαδή εγκαίρως σημασία στο «σύμπτωμα» μειώνουμε τις ελπίδες για μια ικανοποιητική «θεραπεία».

Στα παιδιά και στους έφηβους π.χ. σύμπτωμα δεν πρέπει να θεωρείται μόνο το συνάχι, ο πυρετός ή κάποιος σωματικός πόνος, αλλά και η έντονη υπερκινητικότητα ή επιθετικότητα, η αδυναμία συγκέντρωσης, η αδιαφορία για το παιχνίδι, η τεμπελιά, η υπερευαισθησία, η απόσυρση από φιλικές συναναστροφές και πολλά άλλα θέματα συμπεριφοράς. Γι αυτό άλλωστε καλούνται οι γονείς να προβληματίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, να συμβουλεύονται κάποιον ειδικό και εν ανάγκη να ακολουθούν κάποια μορφή θεραπείας, έτσι ώστε να προστατεύουν το παιδί τους από τυχόν χαρακτηρολογικές διαταραχές ή ακόμα κι από ψυχιατρικές παθήσεις.

Το ίδιο ισχύει και για τα ενήλικα άτομα. Συμπτώματα δεν πρέπει να θεωρούνται μόνο οι εκδηλώσεις ασθενειών, αλλά και οι δυσκολίες στη δημιουργία ή διατήρηση σχέσεων, οι συνεχείς αντιπαραθέσεις με το σύντροφο, οι σεξουαλικές δυσκολίες, τα συχνά προβλήματα στον εργασιακό χώρο, όπως και αρκετοί τρόποι συμπεριφοράς που δυσκολεύουν ιδιαίτερα την πορεία της ζωής.

Αν μεταφερθούμε τώρα από το στενό ατομικό/οικογενειακό περιβάλλον στο ευρύτερο κοινωνικό/ομαδικό, θα συναντήσουμε παρόμοιες καταστάσεις. Για την οικονομική κρίση για παράδειγμα που περνάμε εδώ στην Ελλάδα δεν ακολουθείται ο δρόμος που επισημάνθηκε πιο πάνω, δηλαδή η εντόπιση συμπτωμάτων που οδηγούν στη διάγνωση και στη συνέχεια στη θεραπεία. Η κρίση θεωρείται οικονομικό πρόβλημα, ενώ δεν είναι και αντιμετωπίζεται «οικονομικά» (περικοπές, κουρέματα κλπ) χωρίς αποτέλεσμα φυσικά.

Η προσπάθεια ανάλυσης και κατανόησης του πραγματικού προβλήματος μιας οικονομικής κρίσης π.χ. οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στη νοοτροπία ενός λαού. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη δική μας περίπτωση. Ο όρος νοοτροπία παραπέμπει σε τάσεις και επιλογές της πλειονότητας των ατόμων μιας χώρας, στον τρόπο σκέψης, αντίδρασης, επικοινωνίας, διαχείρισης και συμπεριφοράς τους. Οι ιδιαιτερότητες που προκύπτουν θεωρούνται χαρακτηριστικές. Λέμε πχ για τους Γερμανούς ότι είναι εργατικοί («μηχανές»), για τους βόρειους λαούς γενικότερα ότι είναι ψυχροί και ψυχαναγκαστικοί, ενώ για τους νότιους ότι είναι έξω καρδιά, φιλόξενοι, αλλά και χαοτικοί , ανεύθυνοι κλπ.

Ας δούμε τώρα τι μπορούμε να πούμε για μας τους Έλληνες.
Κατά διαστήματα ακούμε ή διαβάζουμε ότι είμαστε πρωτεργάτες της δημοκρατίας, υπερισχύουμε στην τέχνη και τον πολιτισμό, είμαστε ζωντανοί, αυθόρμητοι και φιλόξενοι, ξέρουμε να διασκεδάζουμε, χαιρόμαστε τη ζωή, απολαμβάνουμε τον έρωτα και διάφορα άλλα θετικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα όμως είμαστε της υπερβολής, του ύψους ή του βάθους, της τελευταίας στιγμής, της «αρπαχτής», εγωκεντρικοί και αδιάφοροι προς το σύνολο και το περιβάλλον, διχαστικοί με εμμονή στις αντιπαραθέσεις, ασυνεπείς, καχύποπτοι κλπ.

Αυτές όμως οι αρνητικές πλευρές, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς επισημαίνονται. δεν γίνεται καμία προσπάθεια κατανόησης των πιθανών αιτιών ή επιδράσεών τους. Όταν ασκηθεί κριτική προβάλλουμε τα θετικά μας χαρακτηριστικά, κυρίως σε αντιπαράθεση με τους βόρειους λαούς που υποτίθεται δεν τα έχουν αυτά. Ή αποδεχόμαστε φαινομενικά κάποιες από τις αρνητικές μας συμπεριφορές με ένα ελαφρό μειδίαμα που ελαχιστοποιεί τη σημασία τους, σαν να λέμε «εντάξει μωρέ και τι έγινε;». Κι όταν βρεθούμε αντιμέτωποι μ? ένα πρόβλημα πάντα οι άλλοι φταίνε, φυσικά.

Με αφορμή την οικονομική κρίση που περνάμε, ειδικοί και διανοούμενοι απαντούν στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι Έλληνες;» ότι πρέπει «να μεγαλώσουμε» ή «να ωριμάσουμε»! Προσθέτουν επίσης ότι η ωριμότητά μας αντιστοιχεί με εκείνη ενός παιδιού σε προσχολική ηλικία. Όσο κι αν αυτή η δήλωση μας φαίνεται αρχικά υπερβολική, εκφράζει, κατά την προσωπική μου άποψη, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της πραγματικότητας. Στην καλύτερη περίπτωση να έχουμε φτάσει στην προεφηβεία. Το σημαντικό πάντως είναι ότι πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να ενηλικιωθούμε. Έστω κι αν αυτό απαιτεί ένα χρονικό διάστημα 2-3 γενεών τουλάχιστον. Ενηλικίωση σημαίνει στην περίπτωσή μας ωρίμαση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μεθοδικότητα, συνέπεια, συλλογική δραστηριότητα, κατανόηση και αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου, ικανότητα δημιουργίας και διατήρησης εποικοδομητικών σχέσεων και πάνω απ? όλα προσέγγιση και κατανόηση του συναισθηματικού μας κόσμου.

Όσον αφορά το διχασμό που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της νοοτροπίας μας, μπορούμε να πούμε τα εξής: Προσδιορίζομε τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους, με την παράδοση ή με το παρελθόν μας σχεδόν πάντα μέσα από αντιπαραθέσεις, ώστε ο διχασμός να αποτελεί το κέντρο του πολιτισμικού μας είναι («διαίρει και βασίλευε»). Πρόκειται για μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά σε πολλούς τομείς. Σε πολιτικό επίπεδο τη γνωρίζουμε μέσα από το Βενιζέλο και το παλάτι που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή, από τον εμφύλιο πόλεμο με τις γνωστές επιπτώσεις και τέλος από τα δύο πολιτικά κόμματα, κυβερνητικά ή αντιπολιτευτικά που πολιτεύονται εναλλάξ εδώ και δεκαετίες, με μόνο στόχο πως θα κερδηθεί ή θα διατηρηθεί η εξουσία. Σε κοινωνικό δε επίπεδο συναντάμε τα παράγωγα του διχασμού λίγο ως πολύ παντού. Στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία, στις διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες και γενικότερα σε κάθε χώρο όπου παίρνονται κάποιες αποφάσεις παρατηρεί και βιώνει κανείς την αυξημένη αυτή τάση αντιπαράθεσης και διχασμού με τις αντίστοιχες επιπτώσεις.

Επίσης, τις τελευταίες δεκαετίες εξελίσσεται ραγδαία στην Ελλάδα μια ανισορροπία μεταξύ συλλογικής και ατομικής ταυτότητας σε βάρος της συλλογικής. Η νεοελληνική κοινωνία δεν έχει πλέον τη δυνατότητα συλλογικής δημιουργικής δραστηριότητας. Ο πολιτισμός όμως ταυτίζεται με το συλλογικό επίτευγμα. Όσο μετατοπιζόμαστε από το συλλογικό στο ατομικό, χάνεται ο εγγυητής του μέτρου που θέτει τα όρια και προσδιορίζει τις σημασίες, με αποτέλεσμα να χάνεται σταδιακά κάθε νόημα και κάθε μορφή σταθερότητας.

Δε νομίζω να υπάρχει σκεπτόμενο άτομο που δεν θα συμφωνούσε με τα παραπάνω. Το εύλογο ερώτημα λοιπόν που ακολουθεί είναι το εξής: «Τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε τις αρνητικές πλευρές της νοοτροπίας μας;». Οι απόψεις εδώ ενδέχεται να διαφέρουν. Θα αναφέρω τις προσωπικές μου σκέψεις.

Η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου δομείται ως γνωστόν κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής. Επομένως η σχέση που δημιουργείται την περίοδο αυτή μεταξύ γονιών και παιδιών είναι υψίστης στης σημασίας. Η συμπεριφορά της ενήλικης ζωής έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία κι αυτό καλούμαστε πλέον να το μάθουμε και να το αποδεχτούμε. Τα όποια λίγα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία, όπως τα ονομάζουμε, που μεταφέρονται με τα γονίδια (κάποια μωρά είναι πιο ζωντανά, κάποια πιο ήρεμα π.χ.), δεν επηρεάζουν άμεσα τη συναισθηματική μας ωρίμαση. Ενδέχεται βέβαια να γίνονται αφορμή αντίστοιχης συμπεριφοράς των γονέων προς τα παιδιά. Αλλά και σ? αυτή την περίπτωση καθοριστική είναι η σχέση που αναπτύσσεται. (Στην ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του ανθρώπου αναφέρομαι σε άλλα σημεία της ιστοσελίδας).

Ένα πρώτο συμπέρασμα λοιπόν υποδηλώνει ότι θα πρέπει να υπάρχει μια συνεχής ενημέρωση του ευρύτερου κοινού για τα θέματα αυτά. Στη συνέχεια όμως διαπιστώνουμε ότι η γνώση είναι μεν σημαντική αλλά δεν αρκεί. Όταν, για παράδειγμα, ξεκινάμε, μετά από αρκετή εκπαίδευση, μια δουλειά, πολύ σύντομα αντιλαμβανόμαστε το γνωστό «άλλο η θεωρία και άλλο η πρακτική». Μάλιστα σε λίγο διάστημα συνειδητοποιούμε ότι ούτε και η εμπειρία αρκεί για την διεκπεραίωση κάποιας εργασίας. Απαιτείται και η ικανότητα εφαρμογής των γνώσεων και εμπειριών που αποκτήθηκαν.

Έτσι φτάνουμε στο δεύτερο συμπέρασμα: Δεν έχει τόση σημασία το τι έχεις μάθει, αλλά το τι είσαι. Και τούτο όχι μόνο στους χώρους εργασίας, αλλά παντού. Οπουδήποτε κι αν βρίσκεσαι, οποιαδήποτε αρμοδιότητα έχεις αναλάβει, οποιοδήποτε ρόλο κι αν έχεις, θα μπορείς να ανταποκρίνεσαι ικανοποιητικά, μόνο όταν είσαι ώριμο άτομο.

Πότε θεωρείται ένα άτομο συναισθηματικά ώριμο; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, διότι συμπεριλαμβάνει πολλές δυνατότητες ή ικανότητες. Μπορούμε όμως συνοπτικά να πούμε ότι πρόκειται για το άτομο που είναι σε θέση να δημιουργεί και να διατηρεί ικανοποιητικές σχέσεις, να χαίρεται, να επικοινωνεί κατανοώντας τη διαφορετικότητα του άλλου, να εργάζεται όχι μόνο ατομικά, αλλά και ομαδικά / συλλογικά, να ενδιαφέρεται λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες ή τους φόβους του άλλου και του εαυτού του, να έχει αποκτήσει κάποια αυτογνωσία, όπως και αυτό που ονομάζουμε «ψυχολογική σκέψη» (να είναι ικανό να αυτοπαρατηρείται και να γνωρίζει ότι ο τρόπος που σκέφτεται και οι απόψεις που έχει δεν είναι οι μόνες «σωστές» ή λογικές). Ένας από τους φιλοσόφους μας, ο Επίκτητος,, είχε πει πριν 2.000 χρόνια περίπου, ότι τα προβλήματα των ανθρώπων δεν προκύπτουν από τις καταστάσεις αυτές καθαυτές, αλλά από τον τρόπο που αυτοί τις εισπράττουν. Μας είναι άλλωστε γνωστό, ότι το ίδιο ερέθισμα προκαλεί σε διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικές αντιδράσεις.

Καλούμαστε λοιπόν να ωριμάσουμε συναισθηματικά. Όχι μόνο για να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση, η οποία, όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί την ουσία των προβλημάτων μας. Κι αν ακόμα μας χάριζαν τα διπλάσια χρηματικά ποσά απ αυτά που χρωστάμε, μέσα σε λίγα χρόνια πάλι στην ίδια κατάσταση θα βρισκόμασταν.

Η επίτευξη του στόχου αυτού δεν φαίνεται να είναι εύκολη. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει, άλλοι πάλι ότι ερχόμαστε στον κόσμο με το χαρακτήρα που έχουμε, οπότε δεν θα είχε νόημα να προσπαθήσουμε για κάποια αλλαγή. Όμως δεν ισχύουν οι απόψεις αυτές. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος και κατ? επέκταση φυσικά και η νοοτροπία ενός λαού. Απαιτείται βέβαια αρκετή προσπάθεια και χρόνος, καθότι μερικά από τα στοιχεία της προσωπικότητάς μας είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας. Το βασικό εμπόδιο όμως για μια αλλαγή νοοτροπίας δεν αποτελεί η συγκεκριμένη δυσκολία, αλλά το γεγονός ότι δεν δρομολογείται, είτε επειδή δεν πιστεύουμε στη δυνατότητα αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είτε επειδή τη φοβόμαστε, είτε επειδή δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την τεράστια σημασία των συναισθημάτων παραμένοντας οπαδοί της λογικής. Η στάση αυτή βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο. Η ανθρωπότητα δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα ότι οι επιλογές και οι συμπεριφορές της είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών διαδικασιών και όχι λογικών. Τη λογική τη χρησιμοποιεί για να καλύψει τις συναισθηματικές της ανάγκες ή τους φόβους της. (Λεπτομέρειες στο κείμενο «Δεν είναι έτσι, αν έτσι νομίζετε» της ιστοσελίδας)
Μήπως όμως ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε ευρύτερα (και όχι μόνο στους χώρους συγκεκριμένων επιστημόνων) με τα θέματα αυτά; Να προβληματιστούμε, να μελετήσουμε τα εκατοντάδες σχετικά κείμενα και βιβλία που ήδη υπάρχουν και να μεθοδεύσουμε μια διαφορετική πορεία; Είμαστε τόσο ανώριμοι και φοβισμένοι, ώστε να προτιμούμε να διατηρούμε μια κατάσταση που κατά διαστήματα τουλάχιστον φτάνει να είναι και καταστροφική; Οι πόλεμοι, η εγκληματικότητα, η βία, οι διάφορες μορφές κρίσεων, οι ψυχογενείς παθήσεις, οι προβληματικές σχέσεις ( τα διαζύγια πχ, ακόμα και στη χώρα μας έχουν εκτοξευθεί στο 50%) και γενικότερα οι τόσες μορφές παθολογικών συμπεριφορών γιατί να συνεχίζουν να αυξάνουν και να κάνουν τη ζωή μας τόσο δύσκολη και πολλές φορές δυσβάσταχτη;

Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε να γυρίσουμε σελίδα. Αυτή η στιγμή όμως μπορεί να προκύψει μετά από εκατό ή χίλια χρόνια. Γιατί όχι τώρα; Δεν αξίζει τον κόπο να διερωτηθούμε γι αυτό και να καταλάβουμε τουλάχιστον τι μας εμποδίζει ή τι μας φοβίζει να κάνουμε μια νέα αρχή;

Κατά την άποψή μου (και υποθέτω πολλών άλλων ανθρώπων) το ξεκίνημα μιας νέας πορείας μπορεί να δρομολογηθεί μόνο μέσα από μια ριζική αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Όλες οι άλλες δυνατότητες που υπάρχουν (βιβλία, ΜΜΕ, διαλέξεις κλπ) δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να επηρεάσουν ευρύτερα. Το ποσοστό, επίσης, εκείνων που αποκτούν αυτογνωσία και ωριμάζουν συναισθηματικά μέσα από τις διάφορες μορφές ψυχοθεραπειών που εξελίχθηκαν τα τελευταία εκατό χρόνια, είναι ελάχιστο. Άρα ο μόνος χώρος που θα μπορούσε να παρέμβει η πολιτεία και να επηρεάσει ευρύτερα είναι ο τομέας της εκπαίδευσης.

Δυστυχώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα (και όχι μόνο στην Ελλάδα) δεν αποσκοπεί στη συναισθηματική ωρίμαση, αλλά στην απόκτηση γνώσεων. Ένα μικρό παράδειγμα αυτής της στάσης είναι και το γεγονός ότι το μάθημα της ψυχολογίας, που διδασκόταν από ανειδίκευτους φυσικά και μάλιστα μόνο μια φορά την εβδομάδα και μόνο στην τρίτη λυκείου, έχει μεταφερθεί πριν μερικές δεκαετίες στα «αζήτητα». Εκείνοι που το θυμούνται το αναφέρουν ως «μάθημα της πλάκας».
Στόχος του κειμένου αυτού δεν είναι η κριτική, όσο αναπόφευκτη κι αν είναι, αλλά η πρόταση για μια αναγκαία ριζική αλλαγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Για να δρομολογηθεί όμως ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα απαιτείται η συμφωνία και η αποδοχή της αναγκαιότητας αυτής από όλους τους αρμόδιους της πολιτείας, πολιτικούς και άλλους, πράγμα που ενδεχομένως να αποτελεί και το μεγαλύτερο πρόβλημα. Θέλω να πιστεύω όμως ότι οι αναμενόμενες αντιστάσεις δεν θα οφείλονται κυρίως σε «συμφέροντα» κάθε είδους, αλλά στην αδιαφορία και γενικότερα στην άγνοια αυτών που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

Πως όμως μπορούν να ενημερωθούν και να επηρεαστούν οι αρμόδιοι; Πρόκειται τελικά για μια ουτοπική επιθυμία; Ελπίζω πως όχι, όσο δύσκολο κι αν μας φαίνεται. Χρειάζεται, βέβαια, να διευρύνουμε το πεδίο δράσης. Να συμμετάσχουμε δηλαδή όσο γίνεται περισσότεροι στην προσπάθεια αυτή.

Στο σημείο αυτό εμφανίζεται μια επιμέρους πρόταση που απευθύνεται σε δύο τουλάχιστον σημαντικούς κοινωνικούς φορείς που σχετίζονται άμεσα με το όλο θέμα. Εννοώ τους ειδικούς ψυχολογίας αφενός (ψυχοθεραπευτές κάθε κατεύθυνσης, ψυχαναλυτές, ψυχολόγους, ψυχιάτρους, κοινωνικούς λειτουργούς κα) κι αφετέρου τους εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδας (νηπιαγωγούς, δασκάλους, καθηγητές, πανεπιστημιακούς κλπ), οι οποίοι καλούνται να συμμετάσχουν ενεργά στην προσπάθεια επιρροής των αντίστοιχων εξουσιών, αλλά και γενικότερα. Βέβαια, και μεταξύ αυτών υπάρχουν αρκετοί αδιάφοροι, με αποτέλεσμα να αναδύει μια απογοήτευση εξαιτίας του φαύλου κύκλου που υπάρχει. Ενόσω δηλαδή είμαστε προϊόν αυτής της κοινωνίας με τη συγκεκριμένη νοοτροπία οι περισσότεροι, ποιοι τελικά θα κάνουν την αρχή και πώς θα επηρεάσουν το σύνολο;

Η εμπειρία και η γνώση μπορεί να μας δώσει μια ελπιδοφόρα απάντηση στο ερώτημα αυτό. Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι κατά περιόδους, ακόμα και μεμονωμένα άτομα και στη συνέχεια μικρές ομάδες ατόμων έχουν προκαλέσει σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές , θετικές ή αρνητικές. Βασικές προϋποθέσεις για τέτοιες αλλαγές είναι η δραστηριοποίηση των λίγων και η σταδιακή αποδοχή των πολλών. Οι μεν πρώτοι πρέπει να πιστέψουν ότι πράγματι μπορούν «να αλλάξουν τον κόσμο», οι δε δεύτεροι να βρίσκονται σε φάση ανάγκης και ελπίδας για αλλαγή, συνήθως σε περιόδους ανασφάλειας ή απειλής.

Εδώ και λίγα χρόνια βρισκόμαστε σε μια τέτοια περίοδο αυξημένης ανασφάλειας, φόβου απογοήτευσης και θυμού. Καθημερινά έρχονται στην επιφάνεια ανεπίτρεπτα σκάνδαλα. Και δεν εννοώ μόνο εκείνα που σχετίζονται άμεσα με την οικονομία (φοροδιαφυγή, προμήθειες που ξεπερνούν κάθε φαντασία, χρέη προς το δημόσιο και το αντίστροφο, τεράστια ποσά που προσφέρονται από την ΕΕ για έργα υποδομής ή για κοινωνικές υπηρεσίες που εξαφανίζονται κλπ), αλλά και πολλές άλλες «επιλογές» παράνομες, παθολογικές ή αυτοκαταστροφικές (τουλάχιστον το ένα τέταρτο του προσωπικού στο δημόσιο βρίσκεται συνεχώς σε αναρρωτική άδεια, τα παντός φύσεως φακελάκια, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, η γραφειοκρατία που αναστέλλει κάθε μορφή ανάπτυξης, η πλήρης αναξιοκρατία κυρίως στο δημόσιο, συντάξεις για τυφλούς ή ανάπηρους που δεν είναι, συντάξεις για άτομα που δε ζουν πλέον, χιλιάδες παράνομες οικοδομές, σπατάλη δισεκατομμυρίων πολλές φορές μόνο από αδιαφορία ή εγωκεντρισμό?.). Τι άλλο θα πρέπει να συμβεί για να ξεκινήσουμε μια διαφορετική πορεία, αν μη τι άλλο για να προβληματιστούμε όλοι και να μην περιμένουμε να αλλάξουν κάποιοι άλλοι για να είμαστε εμείς καλύτερα. Νομίζω ότι η κοινωνική, οικονομική και ηθική κρίση που περνάμε μπορεί να γίνει αφορμή να κατανοήσουμε ότι «έτσι δεν πάει άλλο».

Το παρελθόν μάς υποδεικνύει ότι και το μέλλον μας θα είναι παρόμοιο με τα γνωστά σκαμπανεβάσματα. Ούτε και η ΕΕ μπορεί να μας «σώσει», γιατί και η ίδια συνεχίζει να λειτουργεί με το ίδιο μοτίβο που είχε ξεκινήσει. Όλες οι προσπάθειές της αφορούν στην οικονομία με τα γνωστά αποτελέσματα. Δε γίνεται τίποτα για μια πραγματική ένωση, για μια ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα και όσο προσθέτονται νέα κράτη μέλη, αυξάνουν και τα προβλήματά της. Άρα δεν έχει νόημα να ελπίζουμε σε αλλαγές τρίτων. Και γιατί να μην είμαστε εμείς που θα υποδείξουμε και θα τονίσουμε την τεράστια ανάγκη για αλλαγή σελίδας.

Δύο προτάσεις:
Ριζική αλλαγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος με στόχο τη σταδιακή βελτίωση των αρνητικών πλευρών της νοοτροπίας μας, δίδοντας περισσότερη σημασία στην απόκτηση συναισθηματικής ωρίμανσης παρά στην απόκτηση γνώσης. Άλλωστε η περιέργεια και η αγάπη για τη γνώση καλλιεργείται μέσα από την ωρίμαση. Αναφερόμενος στη «ριζική» αλλαγή εννοώ την ανάγκη αλλαγών στον τρόπο εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, της διδακτέας ύλης, στους κανόνες για την ομαλή λειτουργία των σχολείων κλπ, και όχι στην πρόσθεση ή αφαίρεση κάποιων μαθημάτων μόνο.
Πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό;

Δραστηριοποιούμαστε όσοι και όσο μπορούμε στον τομέα ενημέρωσης και επιρροής. Το κείμενο αυτό αποτελεί ένα μικρό παράδειγμα. Συζητήσεις, ομιλίες, δημόσιες εμφανίσεις, συνεντεύξεις, άρθρα, βιβλία, ημερίδες, ντοκιμαντέρ, συνέδρια κλπ μπορούν να επηρεάσουν σταδιακά το ευρύτερο κοινό. Η χρησιμοποίηση του διαδικτύου μπορεί να πολλαπλασιάσει την ταχύτητα και επίδραση των ενεργειών αυτών. Επίσης, συνεργασίες ψυχοθεραπευτικών και εκπαιδευτικών ινστιτούτων μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα ή μιας ομάδας ανθρώπων που θα έχει ως βασικό στόχο την ενημέρωση και άμεση ή έμμεση πίεση πολιτικών ηγεσιών προς την αναγκαία ριζική αλλαγή που αναφερόμαστε.

Σε περίπτωση που θα αρχίσει να αλλάζει η κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση της συγκεκριμένης αλλαγής, αναγκαστικά θα συμβαδίσει και η πολιτεία, είτε επειδή θα έχει κατανοήσει την ανάγκη εφαρμογής της, είτε επειδή θα χρειάζεται περισσότερους ψηφοφόρους. Όσο θα ωριμάζει η αντίληψη αυτή, τόσο ευκολότερη θα είναι και η εφαρμογή της, καθότι θα μειώνονται οι φόβοι και οι αντιστάσεις και θα αυξάνει η επιθυμία επίτευξης του στόχου με τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Σε πρακτικό επίπεδο επίσης μπορεί να αναλάβει μια ομάδα καθηγητών και ψυχοθεραπευτών τη δημιουργία ενός προγράμματος εκπαίδευσης που θα περιλαμβάνει τη διδακτέα ύλη και τους τρόπους προώθησης της συναισθηματικής ωρίμανσης (πχ μάθημα ψυχολογίας, ομαδικές συναντήσεις και δραστηριότητες μέσα στην τάξη από άτομα που θα έχουν εκπαιδευτεί στην ομαδική ψυχοθεραπεία , απόκτηση ψυχολογικής και κριτικής σκέψης, όπως και ικανότητας για συλλογική δράση και εποικοδομητική επικοινωνία, αλλαγές στον τρόπο εκπαίδευσης και αξιολόγησης των νηπιαγωγών, δασκάλων και καθηγητών, αλλαγές στους κανόνες που βοηθούν στην ομαλή λειτουργία των σχολείων και πολλά άλλα που μπορούν να προστεθούν ή να αφαιρεθούν στην πορεία).

Το κόστος δεν προβλέπεται να είναι μεγάλο, καθότι πολύ σύντομα θα προκύψουν και οικονομικά οφέλη, τα οποία μακροπρόθεσμα έμμεσα ή άμεσα θα είναι τεράστια. Οι τρόποι συμπεριφοράς και λειτουργίας μιας ώριμης κοινωνίας θα είναι διαφορετικοί απ αυτούς που γνωρίζουμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουμε βελτιώσεις και οφέλη σε όλους τους τομείς της κοινωνίας μας.

Σε περίπτωση που η συγκεκριμένη πρόταση δεν υιοθετηθεί, είτε από αδιαφορία, είτε από φόβο, είτε γενικότερα από ανωριμότητα στην οποία αναφερόμαστε, μπορούμε να ανατρέξουμε σε μια παλαιότερη πρόταση που δεν είχε εισακουστεί τότε, προφανώς για τους είδους λόγους. Ίσως όμως τώρα λόγω κοινωνικοοικονομικής κρίσης και ανασφάλειας που περνάμε, να έχει μεγαλύτερη απήχηση. Πρόκειται για τα «μαθήματα ζωής» που μπορούν απλά να συμπεριληφθούν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, χωρίς ιδιαίτερες άλλες αλλαγές.

Στα μαθήματα αυτά θα μεταφέρονται, από ειδικούς βέβαια, γνώσεις ψυχολογίας, κυρίως όμως θα γίνεται η προσέγγιση και επεξεργασία συναισθημάτων μέσω «ομαδικής δουλειάς» μέσα στην τάξη. Έτσι θα αναπτύσσεται το ομαδικό πνεύμα και η ικανότητα για συλλογική δραστηριότητα και θα αποκτάται η «ψυχολογική σκέψη» που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η βιωματική αυτή εμπειρία θα λειτουργεί σταδιακά διορθωτικά και ό, τι «στραβό» είχε γίνει ή συνεχίζει να γίνεται στο σπίτι θα αντιμετωπίζεται / βελτιώνεται στο σχολείο. Παράλληλα θα προωθείται η ενημέρωση γονέων και η συνεργασία μαζί τους.

Η δεύτερη αυτή πρόταση είναι στην εφαρμογή της σχετικά άμεση και ευκολότερη. Ο στόχος είναι ο ίδιος, δηλαδή η σταδιακή συναισθηματική ωρίμανση του λαού μας. Υποθέτω όμως ότι, χωρίς να προηγηθεί η αποδοχή της, θα προκαλέσει έντονες αντιστάσεις, ακόμα κι αν πρόκειται για την «προσθήκη» ενός μόνο μαθήματος. Ούτως ή άλλως πάντως, πριν αποφασιστεί οτιδήποτε χρειαζόμαστε κάτι άλλο: να συμφωνήσουν οι περισσότεροι ή τουλάχιστον αρκετοί από μας ότι πρέπει να «γυρίσουμε σελίδα». Η δική μου νέα σελίδα έχει την επιγραφή «συναισθήματα». Θεωρώ ανούσιο αν όχι οξύμωρο να μαθαίνουμε πράγματα που δεν θα δούμε, δεν θα ακούσουμε και δε θα χρειαστούμε σχεδόν ποτέ στη ζωή μας και να μην έχουμε ιδέα για κάτι, εννοώ το συναισθηματικό μας κόσμο, που όλοι έχουμε και που είναι τόσο καθοριστικός για τα πάντα.
Εύχομαι λοιπόν όσοι διαβάσουν το κείμενο αυτό και εν μέρει συμφωνούν ή θα συμφωνήσουν με το περιεχόμενό του, ακόμα κι αν το θεωρούν ουτοπικό, να αρχίσουν να το «μεταφέρουν» και σε άλλους. Δεν είναι τόσο λίγοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι στο περιβάλλον μας, οι περισσότεροι όμως βρίσκονται στην αφάνεια. Χρειάζεται να πιστέψουν στον εαυτό τους και στην ιδέα ότι μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές και να δραστηριοποιηθούν. Η συνέχεια θα έρθει από μόνη της.
Ευχαριστώ για το χρόνο σας! Για οποιαδήποτε σχόλια και προτάσεις θα είμαι στη διάθεσή σας.

Παντελής Παπαδόπουλος