Τα άτομα με υστερική προσωπικότητα έχουν πολύ άγχος, έντονα συναισθήματα και υψηλή αντιδραστικότητα, ιδιαίτερα σε διαπροσωπικό επίπεδο. Είναι άτομα εγκάρδια, ενεργητικά και διαισθητικά, «άνθρωποι των ανθρώπων», που έλκονται από καταστάσεις προσωπικού δράματος και κινδύνου. Συχνά, είναι τόσο πολύ εξαρτημένα από την ανάγκη για διέγερση, ώστε μόλις τελειώσει η μια κρίση αρχίζει η επόμενη. Λόγω του επιπέδου του άγχους τους και των συγκρούσεων που τα διακατέχουν η προσωπική συναισθηματική τους κατάσταση μπορεί να φαίνεται επιφανειακή, ψεύτικη και υπερβολική στους άλλους και τα συναισθήματά τους μπορεί να αλλάζουν ακαριαία (υστερική αστάθεια του συναισθήματος).

Τα άτομα με υστερικό χαρακτήρα αρέσκονται σε επαγγέλματα με ακροατήριο όπως η ηθοποιία, ο χορός, το κήρυγμα, η πολιτική και η διδασκαλία.

ΕΝΟΡΜΗΣΗ, ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΙΑ

Ένα ευαίσθητο και πεινασμένο κοριτσάκι που βρίσκεται στη βρεφική ηλικία έχει ανάγκη από την ιδιαίτερη ανταπόκριση και φροντίδα της μητέρας του. Απογοητεύεται όμως καθώς εκείνη αποτυγχάνει να την κάνει να νιώσει επαρκή ασφάλεια, να τη χορτάσει και να την επιδοκιμάσει. Καθώς πλησιάζει στην οιδιπόδεια φάση κατορθώνει να αποχωριστεί από τη μητέρα της υποτιμώντας την. Στρέφει την έντονη αγάπη της προς τον πατέρα της, ένα αντικείμενο που συγκεντρώνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι΄αυτήν, κυρίως επειδή οι ανεκπλήρωτες στοματικές ανάγκες της συνδυάζονται με τα μεταγενέστερα γενετήσια ενδιαφέροντα, μεγεθύνοντας έτσι τα οιδιπόδεια δυναμικά. Βάσει αυτής της κατάστασης προκύπτει για το κορίτσι το ακόλουθο ερώτημα: Πως μπορεί να επιλύσει φυσιολογικά την οιδιπόδεια σύγκρουσή της ταυτιζόμενη με τη μητέρα της, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε ανταγωνισμό μαζί της; Εξακολουθεί να τη χρειάζεται, παρότι την ίδια στιγμή την υποτιμά.

Αυτό το δίλημμα την παγιδεύει στο οιδιπόδειο στάδιο. Ως αποτέλεσμα της καθήλωσής της εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τους άντρες ως δυνατούς και συναρπαστικούς και τις γυναίκες, όπως και τον εαυτό της, ως αδύναμες και ασήμαντες. Επειδή θεωρεί την ισχύ μια έμφυτη ανδρική ιδιότητα, στρέφεται προς τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα - κυρίως ασυνείδητα - τους μισεί και τους φθονεί. Από τη μία προσπαθεί να αυξήσει την αίσθηση επάρκειας και αυτοεκτίμησης προσελκύοντας σεξουαλικά τους άνδρες και από την άλλη τους τιμωρεί ασυναίσθητα για την υποτιθέμενη υπεροχή τους. Χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητά της, τη μόνη ισχύ που αισθάνεται ότι διαθέτει το φύλο της, σε συνδυασμό με την εξιδανίκευση και τα «γυναικεία τεχνάσματα», δηλαδή τις στρατηγικές του υποκειμενικά αδύναμου πλάσματος, προκειμένου να αποκτήσει την ανδρική δύναμη. Επειδή χρησιμοποιεί το σεξ αμυντικά και όχι για να εκφραστεί και επειδή φοβάται τους άνδρες και την κατάχρηση της δύναμής τους, δεν απολαμβάνει εύκολα τη σεξουαλική επαφή μαζί τους. Μπορεί επίσης να υποφέρει από σωματικά ισοδύναμα του φόβου και της απόρριψης που νιώθει, όπως είναι ο σεξουαλικός πόνος (ή αναισθησία), ο κολεόσπασμος και η απουσία οργασμού.

ΑΜΥΝΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΙΑ

Τα άτομα με υστερική προσωπικότητα χρησιμοποιούν την απώθηση, τη σεξουαλική επένδυση και την παλινδρόμηση. Εκδραματίζουν, με αντιφοβικούς τρόπους, οι οποίοι έχουν σχέση με την ενασχόλησή τους με τη φαντασιωσική ισχύ και τον κίνδυνο του αντίθετου φύλου. Χρησιμοποιούν επίσης διασχιστικές άμυνες, με την ευρεία έννοια.

Μια γυναίκα που είχε ανατραφεί με την αντίληψη ότι η σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση είναι μια κατακριτέα πράξη μπορεί να έχανε την αίσθηση και την κίνηση του χεριού με το οποίο έμπαινε στον πειρασμό να αυνανιστεί. Αυτό το φαινόμενο το οποίο είναι γνωστό ως «παράλυση του γαντιού» ή «αναισθησία του γαντιού». Συμπτώματα όπως η παράλυση του γαντιού ενέπνευσαν τον Freud να αντιληφθεί τα υστερικά συμπτώματα ως καταστάσεις που οδηγούσαν το άτομο να αποκομίσει ένα πρωτογενές όφελος, το οποίο ήταν η επίλυση της σύγκρουσης ανάμεσα σε μια επιθυμία (για παράδειγμα, του αυνανισμού) και μια απαγόρευση (ενάντια στον αυνανισμό), καθώς και δευτερογενή οφέλη με τη μορφή της είσπραξης ενδιαφέροντος από τους άλλους. Τα δευτερογενή οφέλη αποζημίωναν τον πάσχοντα για την απώλεια της σεξουαλικής προσοχής με τη μη ερωτική επικέντρωση στο σώμα του και την αναπηρία του.

Τα άτομα που απωθούν τις ερωτικές επιθυμίες και συγκρούσεις που τους φαίνονται επικίνδυνες ή απαράδεκτες συνήθως αισθάνονται σεξουαλική ματαίωση και διάχυτο άγχος. Οι φυσιολογικές επιθυμίες τους για οικειότητα και αγάπη μπορεί να ενισχυθούν, σαν να ενεργοποιούνται από το γεγονός ότι η σεξουαλική επιθυμία τους παραμένει ανικανοποίητη. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα γοητευτικά (η επιστροφή του απωθημένου) αλλά δεν έχουν επίγνωση για την έμμεση σεξουαλική πρόσκληση που ενέχει αυτή η συμπεριφορά τους. Στην πραγματικότητα, συχνά ξαφνιάζονται όταν οι ενέργειές τους εκλαμβάνονται ως σεξουαλικά προκλητικές. Επιπλέον, εάν αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο γεγονός (όπως κάνουν περιστασιακά, αφενός για να εξευμενίσουν το σεξουαλικό αντικείμενο που φοβούνται και αφετέρου για να καταπραΰνουν την ενοχή τους από τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς τους) συνήθως δεν απολαμβάνουν την ερωτική επαφή.

Εκτός από τις διαπλεκόμενες διεργασίες της απώθησης και της ερωτικοποίησης, τα άτομα με υστερική οργάνωση χρησιμοποιούν την παλινδρόμηση. Όταν αισθάνονται ανασφάλεια, φοβούνται την απόρριψη ή αντιμετωπίζουν μια πρόκληση που προκαλεί ασυνείδητη ενοχή και φόβο, μπορεί να αισθανθούν αβοήθητα και να υιοθετήσουν παιδιάστικη συμπεριφορά. Προκειμένου να αποφύγουν τις δυσκολίες προσπαθούν να αφοπλίσουν τα άτομα από τα οποία ενδεχομένως θα δεχτούν απόρριψη ή κακοποίηση.

Οι υστερικές προσωπικότητες υποβάλλονται εύκολα. Όσα άτομα ανήκουν στο φάσμα της υψηλής λειτουργικότητας μπορεί να είναι πολύ γοητευτικά πλάσματα όταν παλινδρομούν. Στο μεταιχμιακό και το ψυχωτικό φάσμα οι ασθενείς αρρωσταίνουν σωματικά, παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό εξάρτησης ή γκρινιάζουν διαρκώς.

Η εκδραμάτιση στα υστερικά άτομα είναι συνήθως αντιφοβική: δηλαδή προσεγγίζουν αυτό που ασυνείδητα φοβούνται. Η σαγηνευτική συμπεριφορά τη στιγμή που φοβούνται το σεξ συνιστά ένα μόνο παράδειγμα. Επίσης, έχουν την τάση να επιδεικνύουν το σώμα τους όταν ασυνείδητα ντρέπονται γι'αυτό, να γίνονται το επίκεντρο της προσοχής όταν κατά βάθος αισθάνονται υποδεέστεροι από τους άλλους, να ορμούν σε πράξεις γενναιότητας και ηρωισμού όταν ασυνείδητα φοβούνται την επιθετικότητα και να προκαλούν την εξουσία την ίδια στιγμή που τρομοκρατούνται από τη δύναμή της.

Επειδή τα άτομα με υστερική δομή βιώνουν πολύ έντονο ασυνείδητο άγχος, ενοχή και ντροπή και ίσως, ακόμη, επειδή έχουν έντονη ιδιοσυγκρασία και είναι ευαίσθητα στην υπερδιέγερση, κατακλύζονται εύκολα από αυτά. Εμπειρίες τις οποίες άτομα με διαφορετική ψυχολογία μπορούν να χειριστούν, για τα υστερικά άτομα πιθανόν να είναι τραυματικές. Κατά συνέπεια, συχνά χρησιμοποιούν μηχανισμούς διάσχισης για να μειώσουν την έκταση μιας συναισθηματικά φορτισμένης πληροφορίας που πρέπει να αντιμετωπίσουν άμεσα. Ο διασχιστικός μηχανισμός εμφανίζεται σε καταστάσεις όπως το φαινόμενο που οι Γάλλοι ψυχίατροι του 19 ου αιώνα ονόμασαν μακάρια αδιαφορία, ένα είδος παράδοξης ελαχιστοποίησης της σοβαρότητας μιας κατάστασης ή ενός συμπτώματος. Εμφανίζεται επίσης στην ψευδή ανάμνηση, την πεποίθηση ότι το άτομα θυμάται κάτι που δεν συνέβη, στη φανταστική ψευδολογια, την τάση να εκστομίζει κάποιος φοβερά ψέματα ενώ φαίνεται ότι τουλάχιστον όση ώρα μιλά τα πιστεύει, σε καταστάσεις ψυχογενούς φυγής, σε σωματικές αναμνήσεις, τραυματικών γεγονότων που δεν ανακαλούνται γνωστικά, σε διασχιστικές συμπεριφορές όπως η βουλιμία ή οι υστερικοί θυμοί και ούτω καθεξής.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΙΑ

Στο παρελθόν των ατόμων με υστερικές τάσεις ένας θεραπευτής σχεδόν πάντοτε ανακαλύπτει γεγονότα και στάσεις που προσδίδουν διαφορετική ισχύ και αξία στα δύο φύλα. Μια συνηθισμένη κατάσταση είναι όταν ένα μικρό κορίτσι έχει την οδυνηρή επίγνωση ότι ο ένας ή και οι δύο γονείς της προτιμούν ολοφάνερα τον αδερφό της ή αισθάνεται ότι κανονικά θα έπρεπε να ήταν αγόρι.

Καθώς αυτό το κορίτσι μεγαλώνει και ωριμάζει σωματικά παρατηρεί ότι ο πατέρας της αποτραβιέται από κοντά της και δείχνει να μην αισθάνεται άνετα με την αναπτυσσόμενη σεξουαλικότητα της. Αποκομίζει μια διττή αίσθηση, αφενός της απόρριψης λόγω του φύλου της και αφετέρου της παράξενης ισχύος που αισθάνεται ότι έχει η θηλυκότητα πάνω στους άνδρες.

Ένας πατέρας που είναι θυμωμένος φαίνεται ιδιαίτερα τρομακτικός και κυρίως σε ένα ευαίσθητο κοριτσάκι. Εάν ένας άντρας θυμώσει, κάνει σκληρή κριτική, έχει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά ή διαπράξει αιμομιξία, τότε προκαλεί τρόμο στην κόρη του. Ένας τρυφερός πατέρας που προκαλεί όμως και φόβο στο μικρό κοριτσάκι του, του δημιουργεί ένα είδος σύγκρουσης προσέγγισης αποφυγής, δεδομένου ότι αποτελεί ένα συναρπαστικό αλλά ταυτόχρονα φοβικό αντικείμενο. Εάν φαίνεται ότι κυριαρχεί στη γυναίκα του, όπως συμβαίνει σε μια πατριαρχική οικογένεια, το αποτέλεσμα μεγεθύνεται. Η κόρη του θα μάθει ότι τα άτομα του φύλου της έχουν μικρότερη αξία, ειδικά από τη στιγμή που οι ξέγνοιαστες μέρες της παιδικής ηλικίας φύγουν ανεπιστρεπτί, και ότι τα άτομα του φύλου όπου ανήκει ο πατέρας της θα πρέπει να προσεγγίζονται με πανουργία. Ο Mueller and Aniskiewitz (1986) δίνουν έμφαση στο συνδυασμό της μητρικής ανεπάρκειας και του πατρικού ναρκισσισμού στην αιτιολογία της υστερικής προσωπικότητας.

Έτσι, ένας παράγοντας που συμβάλλει συχνά στη δομή της υστερικής προσωπικότητας είναι η αίσθηση ότι η σεξουαλική ταυτότητα ενός ατόμου είναι προβληματική. Τα αγόρια που έχουν μεγαλώσει σε μητριαρχικό περιβάλλον στο οποίο εισέπρατταν αρνητικά σχόλια για τον ανδρισμό τους, μερικές φορές μάλιστα και περιφρόνηση γιατί δεν ήταν «πραγματικοί» άνδρες, αναπτύσσονται προς μια υστερική κατεύθυνση, παρά το πλεονεκτήματα του ευρύτερου πολιτισμικού πλαισίου που έχουν απονεμηθεί στους άνδρες.

Η μεγαλύτερη συχνότητα της υστερίας στις γυναίκες εξηγείται από δύο γεγονότα: (1) οι άνδρες έχουν περισσότερη ισχύ από τις γυναίκες στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο και σε κανένα παιδί δεν περνά απαρατήρητο αυτό, και (2) οι άντρες δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με την πρωταρχική φροντίδα των βρεφών και η σχετική απουσία τους συμβάλλει ώστε να φαίνονται πιο συναρπαστικοί, ιδανικοί και «διαφορετικοί» από τις γυναίκες.

Μια γυναίκα θα αναζητά ασφάλεια και αυτοεκτίμηση μέσω της έλξης που θα αισθάνεται για άνδρες που αντιλαμβάνεται ως ιδιαίτερα ισχυρούς. Για να το επιτύχει αυτό θα χρησιμοποιήσει πιθανόν τη σεξουαλικότητά της και στη συνέχεια θα διαπιστώσει ότι η σεξουαλική της ανταπόκριση στη σωματική επαφή με ένα τέτοιο άτομο δεν είναι ικανοποιητική. Εκτός αυτού, επειδή η υποτιθέμενη ισχύς του συντρόφου της τη φοβίζει, αναζητά να προκαλέσει την εκδήλωση τής πιο τρυφερής του πλευράς και έπειτα ασυνείδητα τον υποτιμά γιατί δεν είναι αρκετά άντρας. Ορισμένα άτομα με υστερική οργάνωση, άνδρες και γυναίκες, λειτουργούν σε φαύλους κύκλους, αρχικά υπερεκτίμησης του άλλου φύλου και, στη συνέχεια, υποτίμησής του: η ισχύς επενδύεται σεξουαλικά αλλά η σεξουαλική ικανοποίηση είναι, για έναν περίεργο λόγο, απούσα ή εφήμερη.

Ο υστερικός εαυτός

Η αυτοεκτίμηση στα άτομα με δραματική (υστερική) προσωπικότητα εξαρτάται συχνά από τη συχνότητα με την οποία αποδεικνύουν ότι διαθέτουν τόσο κύρος και δύναμη όσο τα άτομα του αντίθετου φύλου (ή στην περίπτωση των υστερικά οργανωμένων ομοφυλόφιλων ανδρών, τόσο κύρος και δύναμη όσο φαίνεται να έχουν πιο αρρενωποί άνδρες). Η προσκόλληση σε ένα εξιδανικευμένο αντικείμενο - ιδιαίτερα όταν οι άλλοι τους βλέπουν μαζί - είναι δυνατόν να δημιουργήσει ένα είδος «δανεικής» αυτοεκτίμησης ( Ferenczi , 1913): «Αυτό το ισχυρό πρόσωπο είναι δικό μου κομμάτι».

Πίσω από τη σεξουαλική εκδραμάτιση μπορεί να επικρατεί η ασυνείδητη φαντασίωση ότι η αποπλάνηση από έναν ισχυρό άνδρα κατά κάποιον τρόπο αιχμαλωτίζει τη δύναμή του.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο τα υστεριά οργανωμένα άτομα αποκτούν αυτοεκτίμηση είναι μέσω ενεργειών διάσωσης. Αντιστρέφοντας τις ανάγκες τους, μπορεί να ενδιαφέρονται για το φοβισμένο παιδί μέσα τους βοηθώντας τα παιδιά που διατρέχουν κάποιο κίνδυνο.

Το φαινόμενο των γλυκών, εγκάρδιων, αξιαγάπητων κοριτσιών που ερωτεύονται άπληστα και καταστροφικά αρσενικά με την ελπίδα να τους «σώσουν» είναι ένα φαινόμενο που προκαλεί κατάπληξη, αλλά είναι ιδιαίτερα γνώριμο σε πολλούς γονείς, δασκάλους και φιλικά πρόσωπα νεαρών γυναικών με υστερική οργάνωση.

Οι γυναίκες με υστερική οργάνωση έχουν της τάση να θεωρούν ότι η ισχύς της φυσικής τους επιθετικότητας αντιπροσωπεύει την «αρρενωπή» πλευρά τους και όχι ένα απαρτιωμένο κομμάτι της ταυτότητας του φύλλου τους. Η ανικανότητά τους να αισθανθούν ισχύ μέσα στη γυναικεία τους ταυτότητα τις επιβαρύνει με ένα ανεπίλυτο και αυτοδιαιωνιζόμενο πρόβλημα.

Η αντίληψη ότι το άλλο φύλο πλεονεκτεί οδηγεί σε μια φαινομενική αντίφαση τις γυναίκες με υστερική δομή προσωπικότητας: παρά την ασυνείδητη αίσθησή τους ότι η ισχύς είναι από τη φύση της ανδρικό χαρακτηριστικό ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τον εαυτό τους είναι αδιαμφισβήτητα θηλυκός. Επειδή αισθάνονται ότι η μόνη δύναμη στη γυναίκα είναι η σεξουαλική ελκυστικότητα, συνήθως επενδύουν ιδιαίτερα στην εμφάνισή τους και αντιδρούν με μεγαλύτερο φόβο στο πέρασμα του χρόνου.

Η τάση των υστερικών ατόμων προς τη ματαιοδοξία και τη σαγήνευση των άλλων διαφέρει από την ανάλογη συμπεριφορά των ατόμων με ναρκισσιστική προσωπικότητα. Τα άτομα με υστερική οργάνωση δεν είναι εσωτερικά κενά και αδιάφορα. Σαγηνεύουν τους άλλους επειδή φοβούνται τη διείσδυση, την εκμετάλλευση και την απόρριψη. Όταν δεν εγείρονται αυτοί οι φόβοι, τότε εκφράζουν γνήσια εγκαρδιότητα και ενδιαφέρον για τους άλλους.

Ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκουν την προσοχή τα δραματικά άτομα ενέχει το ασυνείδητο νόημα της επιβεβαίωσης ότι είναι αποδεκτά από τους άλλους και ιδιαίτερα ότι εκτιμάται το φύλο τους, σε αντίθεση με τις εμπειρίες της παιδικής τους ηλικίας. Τα άτομα με υστερική οργάνωση έχουν την τάση να αισθάνονται ασυνείδητα ευνουχισμένα. Επιδεικνύοντας το σώμα τους μπορεί να μετατρέπουν μια παθητική αίσθηση σωματικής κατωτερότητας σε ένα ενεργητικό συναίσθημα σωματικής ισχύος. Με αυτό τον τρόπο η επιδειξιομανία τους λειτουργεί αντικαταθλιπτικά.

Παρόμοιοι προβληματισμοί επικρατούν και στην κατανόηση του «ρηχού συναισθήματος» που σχετίζεται με την υστερία. Είναι αλήθεια ότι συχνά, όταν τα υστερικά άτομα εκφράζουν συναισθήματα, υπάρχει μια δραματική, μη αυθεντική και υπερβολική ποιότητα σε αυτό που λένε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουν στην «πραγματικότητα» τα συναισθήματα τα οποία εκφράζουν. Η επιφανειακότητα και ο θεατρινισμός πηγάζουν από το ακραίο άγχος τους για το τι θα συμβεί εάν τολμήσουν να εκφραστούν σε κάποιον που αντιλαμβάνονται ως ισχυρό. Το γεγονός ότι η συμπεριφορά τους θεωρείται παιδιάστικη και χωρίς αξία τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα συναισθήματα τους δεν θα τύχουν ανάλογου σεβασμού. Μεγαλοποιούν τα συναισθήματά τους για να ξεπεράσουν το άγχος τους και να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους για το δικαίωμα που έχουν στην αυτοέκφραση. Την ίδια στιγμή, δίνοντας το μήνυμα ότι δεν εννοούν κάτι στα σοβαρά, διατηρούν την επιλογή να αναιρέσουν ή να ελαχιστοποιήσουν αυτό που λένε εάν αποδειχτεί ότι η συγκεκριμένη συνθήκη δεν πρόσφερε αρκετή ασφάλεια για αυτοέκφραση. Δηλώσεις όπως «θύμωσα τόσο πολύ!», οι οποίες συνοδεύονται από το θεατρικό ανοιγοκλείσιμο των ματιών, προτρέπουν ένα συνεντευκτή να θεωρήσει ότι το συναίσθημα είτε δεν βρίσκεται πραγματικά εκεί είτε είναι ασήμαντο. Το συναίσθημα είναι εκεί αλλά είναι διαποτισμένο από σύγκρουση. Τελικά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα σεβασμού ένα υστερικό άτομο θα μπορέσει, αφενός, να περιγράψει το θυμό του και άλλα συναισθήματα με ευθύτητα και αξιοπιστία και, αφετέρου, να συνδυάσει την τάση του για εύκολο εντυπωσιασμό και δραματικές αντιδράσεις με ένα λογικό και αναλυτικό τρόπο σκέψης.