Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται κυρίως στις απόψεις του Charles Brenner που περιγράφονται στο βιβλίο του με τίτλο «Στοιχειώδες εγχειρίδιο Ψυχανάλυσης» σε σχετικό κεφάλαιο. Με βρίσκουν φυσικά απόλυτα σύμφωνο. Στα συμπεράσματα αναφέρω μερικές από τις προσωπικές μου σκέψεις σχετικές με το θέμα.


Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τις θρησκείες τις επινοεί ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι κάποια του ανάγκη ή κάποιος φόβος τον ωθεί σε αυτό. Όταν δηλαδή δε βρίσκει μια ικανοποιητική απάντηση ? κάλυψη - λύση στα ερωτήματα και προβλήματά του μπορεί, μεταξύ άλλων, να καταφύγει σε μεταφυσικές υπάρξεις και δυνάμεις για να καταλαγιάσει το άγχος του. Ιδιαίτερα ο φόβος θανάτου και η αναζήτηση νοήματος ζωής οδήγησαν τον άνθρωπο να επινοήσει τα μαντεία, τη μαγεία, την αστρολογία, τους διάφορους θεούς και τις θυσίες προς αυτούς και άλλα πολλά.

Όπως οι διάφορες επιστήμες έτσι και η ψυχολογία έχει προσεγγίσει το σημαντικό αυτό θέμα και δίνει τη δική της εξήγηση. Η ψυχαναλυτική κατανόηση των φαινομένων μάς οδηγεί για μια ακόμα φορά στην παιδική ηλικία, όπου διαπιστώνουμε ότι το περιεχόμενο των θρησκειών σχετίζεται άμεσα με την παιδική ηλικία και τα ασυνείδητα κίνητρα που αναπτύσσονται την περίοδο αυτή.

Η οικογένεια ενός μικρού παιδιού ? οι γονείς του και τα αδέλφια του ? είναι ουσιαστικά όλος ο κόσμος του. Οι σεξουαλικές και επιθετικές παρορμήσεις (τα δύο βασικά ένστικτα του ανθρώπου) προς τα μέλη της οικογένειάς του προκαλούν επιθυμίες και συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν την ψυχική ζωή του: αγάπη, ζήλια, οργή, τρόμος, τύψεις, επίμονες προσπάθειες να ελέγξει τις παρορμήσεις του και να κατευνάσει τους γονείς του, που του φαίνονται παντογνώστες και παντοδύναμοι.

Η θρησκεία δημιουργεί, σε όλο τον κόσμο, μια νέα εκδοχή της οικογένειας ενός μικρού παιδιού, μια οικογένεια όπου ο πιστός είναι ένα παιδί, και οι θεοί και κληρικοί είναι οι γονείς του. Όπως οι γονείς, θα του πούνε πως να φέρεται, τι να επιθυμεί και τι όχι, και θα απαντήσουν στις ερωτήσεις του για τον κόσμο. Γι?αυτό κάθε ενήλικος θέλει να γνωρίζει, όπως ακριβώς κάθε παιδάκι θέλει να ξέρει πως άρχισε ο μικρός του κόσμος, δηλαδή πως έγινε, και από που έρχονται τα άλλα μωρά. Όπως επισήμανε ο Φρόυντ (1933), η θρησκεία έχει μια τριπλή λειτουργία για τους πιστούς της. Τους προσφέρει μια κοσμολογία, έναν κώδικα συμπεριφοράς και ένα σύστημα αμοιβών και τιμωριών, τις ίδιες λειτουργίες που εκπληρώνουν οι γονείς στην παιδική ηλικία.

Η σχέση του πιστού με το Θεό είναι ψυχολογικά παρόμοια σε πολλά σημεία με τη σχέση ανάμεσα στο γονιό και το παιδί. Κάποιος μπορεί να παρατηρήσει σ?αυτή την ίδια αμφιθυμία, το ίδιο κράμα αγάπης και μίσους, υποταγής και εξέγερσης, παρά τις όποιες προσπάθειες να εξαλειφθούν. Αυτά τα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής πίστης και τήρησης είναι εμφανή σε κάθε άτομο, για το οποίο η θρησκεία παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Επιπλέον εμφανίζονται στις ίδιες τις θρησκευτικές τελετές. Συχνά χρειάζεται να παρακολουθήσει κανείς με αφέλεια μια τελετή, όπως ακριβώς ένα παιδί, μόνο για να πάρει τις λέξεις και τις πράξεις που συνιστούν την τελετή στην κυριολεκτική τους σημασία και όχι στην αλληγορική, για να συλλάβει την ασυνείδητη σχέση της με τους φόβους και τις επιθυμίες της παιδικής ηλικίας.

Οι μεταλαμβάνοντες πχ γνωρίζουν ότι, μέσω μαγείας, το ψωμί και το κρασί έχουν μετατραπεί σε σάρκα και αίμα του Θεού, τα οποία καλούνται να φάνε και να πιουν. Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί μια πιο ξεκάθαρη και άμεση έκφραση της πατροκτονικής επιθυμίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι την πατροκτονία τη γνωρίζουμε κι από προηγούμενες θρησκείες, όπως οι 12 θεοί της αρχαίας Ελλάδας. Πρόκειται για την ασυνείδητη επιθυμία του παιδιού να εξαφανίσει τον πατέρα για να τον αντικαταστήσει. Στην περίπτωση μας εδώ οι τάσεις εξέγερσης ενάντια στον πατέρα δεν επιτρέπονται, προσδοκάται η υποταγή στην εντολή του Θεού. Έχει προηγηθεί η εξομολόγηση του αμαρτήματος, η μετάνοια και η νηστεία, και συνειδητά αντιμετωπίζεται ως ο τρόπος να γίνει κανείς ηθικά καλός, όπως ο Θεός, τρώγοντας την ιερή του σάρκα και το αίμα του.

Η τελετή μάς θυμίζει επίσης την υποταγή του Ιησού στο μαρτύριο και το θάνατο, για να κερδίσει την αγάπη του Πατέρα του. Οι κοινωνούντες γνωρίζουν ότι και οι ίδιοι θα πρέπει με τη θέλησή τους να υποταχθούν σε οποιαδήποτε μοίρα τούς τύχει γιατί, ότι κι αν είναι αυτό, είναι επιθυμία του Πατέρα τους και πρέπει να υπακούσουν στην επιθυμία του με πίστη, όπως έκανε ο Ιησούς, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πόνο, μαρτύριο και θάνατο. Αν δείξουν υποταγή, όπως ο Ιησούς, ο Θεός θα τους αγαπά και θα τους πάρει, όπως πήρε και τον Ιησού, για να ζήσουν μαζί του για πάντα στον παράδεισο.

Εδώ συναντάμε την ομοιότητα με τις φαντασιώσεις που γνωρίζουμε από την ψυχαναλυτική πρακτική, εκείνες δηλαδή που εμφανίζονται στο οιδιπόδειο στάδιο της ανάπτυξης. Το οιδιπόδειο αγόρι πχ συχνά φαντασιώνει ότι έχει ευνουχιστεί, δηλαδή είναι σωματικά ακρωτηριασμένο ? ως έναν τρόπο για να κερδίσει τη συγχώρεση, την αγάπη του πατέρα του, για να μοιραστεί μαζί του τη δύναμή του. Η αντίστοιχη «ενήλικη» θρησκευτική πίστη, υπόσχεται θεϊκή πατρική αγάπη σε όλους όσοι θα είναι όπως ο υποταγμένος και μάρτυρας γιος του Θεού Ιησούς.

Οι παρατηρήσεις αυτές μας δείχνουν ότι όλες οι θρησκείες, όσο κι αν φαίνεται η μια να διαφέρει από την άλλη, είναι ίδιες από μια σημαντική πλευρά. Όλες αντανακλούν με ποικίλους τρόπους το γεγονός ότι πηγάζουν από συγκρούσεις της πρώιμης παιδικής ηλικίας σχετικά με την αιμομιξία και την πατροκτονία, την αγάπη, τη ζήλια και το μίσος, τις σεξουαλικές επιθυμίες και προτιμήσεις, το φόβο του ευνουχισμού, το φθόνο του πέους, τις τύψεις και την αυτοτιμωρία. Σε κάθε θρησκεία οι πιστοί ασυνείδητα είναι παιδιά, οι θεοί και οι κληρικοί ασυνείδητα είναι οι γονείς τους, γονείς τους οποίους και αγαπούν και μισούν, φοβούνται και απεχθάνονται, υπακούουν και αγνοούν, λατρεύουν και καταστρέφουν.

Κάθε θρησκεία περιέχει έναν ηθικό κώδικα, δηλαδή ένα σύστημα αμοιβών για συμμόρφωση σε μια προδιαγεγραμμένη συμπεριφορά και τιμωριών για τις παραβάσεις. Σε κάθε θρησκεία υπάρχουν «να...» και «να μην...». Όπως συμβαίνει μεταξύ γονιών και παιδιών. Την πλευρά αυτή του ψυχικού οργάνου, τις υπαγορεύσεις και απαγορεύσεις δηλαδή, ο Φρόιντ την ονόμασε «υπερεγώ».

Στις περισσότερες κοινωνίες η ηθική αναπαριστάνεται ως μια επιθυμητή συνέπεια της θρησκευτικής πίστης. Η θρησκευτική πίστη χρεώνεται τη δύναμη να κάνει τους ανθρώπους ηθικά καλούς. Απ?όσο γνωρίζουμε, αυτό το πιστεύουν σε κάθε κοινωνία, τουλάχιστον σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία. Παρά την ευρεία αποδοχή αυτής της πίστης, ωστόσο, τα δεδομένα που απορρέουν από την εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου, δηλαδή από θεραπευτικές ψυχαναλύσεις, δείχνουν καθαρά ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Στην πραγματικότητα, η ατομική ηθική ? η ατομική διαμόρφωση του υπερεγώ ? προηγείται. Είναι ένας πρόδρομος της θρησκευτικής εκπαίδευσης, όχι συνέπειά της. Η ηθική αίσθηση ενός ατόμου διαμορφώνεται κυρίως από τις ενδοψυχικές συγκρούσεις της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ιδιαίτερα στην οιδιπόδεια περίοδο, και φέρει το στίγμα αυτών των συγκρούσεων, οτιδήποτε κι αν συμβεί αργότερα. Εμμένει ως τέτοια σ?όλη τη μετέπειτα ζωή, αν και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα.

Ούτε το θρήσκευμα, ούτε η κατήχηση μπορούν να κάνουν ένα άτομο ηθικό. Η ηθικότητα είναι μια υποκειμενική υπόθεση. Είναι μια συνέπεια της διαμόρφωσης του υπερεγώ και πηγάζει από βίαια πάθη και ανίκητους φόβους που αποτελούν μέρος της ενστικτικής ζωής της παιδικής ηλικίας, όχι από τα κυριακάτικα μαθήματα του κατηχητικού. Σ? αυτό που μπορούν να συμβάλλουν οι θρησκείες είναι η ενίσχυση και η διατήρηση της ηθικής ζωής, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την εκάστοτε θρησκεία.

Αν ένα ηθικό σύστημα αξιών είναι μια ικανοποιητική λύση για όλα ή για τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας, τότε είναι βιώσιμο. Αν όχι, διαφοροποιείται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μέχρι να γίνει ικανοποιητικό. Αν αποτύχει σ?αυτό, απορρίπτεται συνολικά και αντικαθίσταται από κάποιο άλλο σύστημα πεποιθήσεων και πρακτικών.

Σε μη θρησκευόμενες κοινωνίες οι ασυνείδητες τάσεις, που αλλιώς εκφράζονται με θρησκευτικές πρακτικές και πίστεις, έχουν κατασκευάσει ένα είδος θρησκείας της πολιτικής και των πολιτικών. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν ήταν ούτε εμπρόθετη ούτε είχε προβλεφθεί. Οι αναμορφωτές, πού ήταν οι αρχιτέκτονες και οι αρχηγοί των επαναστάσεων που δημιούργησαν τις μη θρησκευόμενες κοινωνίες του σήμερα, δεν είχαν συνειδητή επιθυμία να έχουν γίνει αυτές οι ίδιες οι κοινωνίες ένα είδος θρησκείας. Το εντελώς αντίθετο. Μια τέτοια ιδέα θα ήταν απεχθής σ?αυτούς. Εντούτοις, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό τελικά συνέβη.

Αυτό άλλωστε δε θεωρείται κάτι καινούργιο στην κοινωνική οργάνωση. Από τα αρχαία ακόμη χρόνια οι άνθρωποι είχαν την τάση να θεοποιούν τους κυβερνήτες τους. Στην Αίγυπτο και στην κοιλάδα των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, όπου δημιουργήθηκαν οι πρώτες αυτοκρατορίες, ο βασιλιάς, ο αρχιερέας και ο θεός ήταν ένα και το αυτό. Ακόμη και μετά τη γέννηση του ορθολογισμού στη χρυσή εποχή της Ελλάδας, ο Αλέξανδρος, ο μαθητής του Αριστοτέλη, θεοποιήθηκε, όπως έγινε με αναρίθμητους άλλους Έλληνες και Ρωμαίους ηγέτες που τον διαδέχθηκαν. Μας φαίνεται παράξενο να σκεφτούμε ένα ζωντανό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι θεός, και που θεωρείται από τους άλλους ότι είναι.

Μέχρι πολύ πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου κυβερνιόταν, τουλάχιστον κατ?όνομα, από άντρες και γυναίκες που ισχυρίζονταν ότι είχαν επιλεγεί για τη θέση του βασιλιά ή της βασίλισσας από τον ίδιο το θεό. Το να εξεγερθείς ενάντια σ?ένα τέτοιο ηγέτη, το να είσαι λιγότερο από ολοκληρωτικά υποταγμένος σ?αυτόν, σήμαινε να παρακούς το θεό. Ήταν ένα έγκλημα κατά της θρησκείας. Ακόμη και σήμερα, ο συντηρητικός πιστός θεωρεί τον Πάπα, ο οποίος είναι επίσημα ο επίσκοπος της Ρώμης, ότι είναι ο άμεσος εκπρόσωπος του Θεού στη γη, μια θέση που είναι σίγουρα όχι πολύ απομακρυσμένη, από ψυχολογική άποψη, από εκείνη της ζώσας θεότητας.

Η αναλυτική εμπειρία με ασθενείς έχει δείξει ξεκάθαρα ότι οποιοσδήποτε που τον σέβονται, ως μεγαλύτερο και ως ευρισκόμενο σε μια θέση ανώτερης σοφίας, κύρους και ικανότητας, μπορεί και αντιπροσωπεύει ένα γονιό, ασυνείδητα δε αυτό συμβαίνει. Θρησκευόμενα ή αθεϊστικά πολιτικά καθεστώτα σε καμιά περίπτωση δεν είναι «μοναδικά», από αυτή την άποψη. Κάθε ηγέτης στην πραγματικότητα δεν επιβάλλεται ακριβώς εκ των άνω. Υποστηρίζεται και από κάτω επίσης, και η στάση των ταπεινών απέναντι στους κανόνες, σε κάθε κοινωνία, έχει μια από τις ασυνείδητες ρίζες της στις αντίστοιχες οιδιπόδειες επιθυμίες και συγκρούσεις. Ο πρόεδρος μιας δημοκρατίας ασυνείδητα θεωρείται ως ένας πατέρας, όχι κατώτερος από το Θεό, ή ένας δικτάτορας ή ένας θεόθεν χρισμένος βασιλιάς ή ένας ημίθεος αυτοκράτορας. Η διαφορά φαίνεται ότι έγκειται στην πειθώ με την οποία μια συγκεκριμένη κοινωνία ή ένας κοινωνικός οργανισμός επιμένει ότι ένα άτομο, ή σχετικά λίγοι άνθρωποι, πράγματι κατέχουν τις ιδιότητες με τις οποίες συνήθως τα μικρά παιδιά προικίζουν τους γονείς τους: ότι είναι τόσο σοφοί, ώστε να είναι παντογνώστες, τόσο ισχυροί ώστε να είναι παντοδύναμοι, και τόσο καλοί, ώστε να είναι αναμάρτητοι και άψογοι. Ότι το να τους αγαπούν και να τους υπακούνε σημαίνει ότι είναι καλοί, δηλαδή ότι αξίζουν την αγάπη και την ανταμοιβή ως αντάλλαγμα, ενώ η αποτυχία στην αγάπη και την υπακοή σημαίνει ότι είναι κακοί και τους αξίζει όποια τιμωρία τους επιβάλλουν.

Όσο στενότερα μια θρησκευτική ομάδα ή ένα πολιτικό σύστημα πλησιάζει τέτοια κριτήρια, τόσο πιο φανερή είναι μια ενήλικη αναπαραγωγή της ψυχικής ζωής της παιδικής ηλικίας, μια περίοδος της ζωής συνειδητά ξεχασμένη από τους περισσότερους ενήλικες, αλλά που είναι ακόμη ασυνείδητα ενεργή και που τους ωθεί να επαναλάβουν την παιδική τους ηλικία μέσα στη ζωή τους με αμέτρητους τρόπους.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι θρησκείες ανά τον κόσμο υπάρχουν από πάντα, ιδιαίτερα από την εποχή που απέκτησε ο άνθρωπος την επίγνωση του θανάτου του. Με τη «βοήθεια» μεταφυσικών δυνάμεων (θεών, αγίων, αγγέλων κλπ) προσπάθησε και προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες και τους φόβους του και να δίνει νόημα στη ζωή του. Οι θρησκείες και οι αντίστοιχες τελετουργίες που αναπτύχτηκαν αντικατοπτρίζουν, όπως περιγράφηκε αναλυτικά πιο πάνω, τις ενστικτικές πλευρές και τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας.

Θεωρητικά δε χρειάζεται πλέον να πιστεύουμε σε θεούς, δαίμονες, θαύματα, ανάσταση νεκρών και σε χίλια δύο άλλα ?θεϊκά επιτεύγματα?, τη στιγμή που η επιστήμη υποστηρίζει το αντίθετο, λέγοντας ότι «τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν, είναι στη φαντασία μας». Η πλειονότητα των ανθρώπων όμως συνεχίζει να προτιμά να ζει με την αυταπάτη αυτή. Σε περιόδους κρίσεων και ανασφάλειας, μάλιστα, παρατηρείται αύξηση της θρησκευτικής πίστης. Φαίνεται λοιπόν ότι η αποδοχή της πραγματικότητας είναι πολύ πιο δυσάρεστη και οδυνηρή απ? ό, τι η διατήρηση της αυταπάτης.

Αρκετοί άνθρωποι κάνουν ένα διαχωρισμό μεταξύ α-θρησκείας και α-θεϊας θεωρώντας ότι η ύπαρξη του θεού δε χρίζει θρησκευτικής συνοδείας. Πιστεύουν στο θεό, αλλά όχι στις θρησκείες. Είναι εκείνοι που συνήθως λένε: «Δεν μπορεί, κάποιος θεός, κάποια δύναμη θα υπάρχει», ενώ παράλληλα απαξιώνουν τις θρησκείες.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσω την τεράστια σημασία της έννοιας της ταυτότητας, στην οποία θα αναφερθώ αναλυτικά σε άλλο κείμενο. Εδώ θα υπογραμμίσω μόνο ότι κάποιες πλευρές της ταυτότητάς μας είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας και άλλες λιγότερο. Ότι είμαι παιδί της συγκεκριμένης οικογένειας, άντρας ή γυναίκα, Έλληνας, Χριστιανός ορθόδοξος, ΑΕΚτζής κλπ αποτελούν πλευρές του εαυτού μου που δεν ή πολύ δύσκολα αλλάζουν. Πεποιθήσεις, ιδιαίτερα αυτές που ενδοβάλλονται στην ταυτότητά μας σε σχετικά μεγαλύτερες ηλικίες, που αφορούν για παράδειγμα στις σχέσεις των ανθρώπων, την πολιτική, την οικονομία, το νόημα της ζωής κλπ μπορούν ευκολότερα να τροποποιηθούν ή να αλλάξουν.

Με την έννοια αυτή λοιπόν, όπως δεν μπορείς να απαρνηθείς ότι είσαι πχ άντρας και Έλληνας, έτσι είναι πολύ δύσκολο να απαρνηθείς το θεό και τη θρησκεία σου. Είναι σαν να απαρνιέσαι τον ίδιο τον εαυτό σου.

Μια σημαντική σύγκρουση του ανθρώπου είναι, επίσης, η ανάγκη του να ανήκει σε μια μικρή ή μεγάλη ομάδα από τη μία πλευρά και η ανάγκη του να είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος από την άλλη. Ένας συναισθηματικά ώριμος άνθρωπος τα καταφέρνει και τα δύο. Μπορεί, δηλαδή, να ανήκει σε μια ομάδα και παράλληλα να αισθάνεται ανεξάρτητος. Ένας λιγότερο ώριμος ή ανώριμος άνθρωπος θα προσκολλάται παθολογικά σε μια ομάδα ή/και θα διαφοροποιείται φανατικά από μια άλλη. Γνωρίζουμε πολλά σχετικά παραδείγματα επίδρασης των θρησκειών στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Από την άλλη πλευρά χωρίς τη θρησκεία δε βρίσκει κανείς ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα: «ποιο είναι το νόημα ύπαρξης του ανθρώπου και γενικότερα του σύμπαντος». Ενώ η θρησκεία υπόσχεται, μετά από μια δύσκολη, αλλά ενάρετη παροδική ζωή πάνω στη γη, μια αιώνια και ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή. Διαφορετικά καλείται ο καθένας να βρει το δικό του νόημα ύπαρξης.

Όλες αυτές οι εμπειρίες, οι επιστημονικές γνώσεις και η απλή λογική από τη μία πλευρά, αλλά και οι συνειδητές ή (κυρίως) ασυνείδητες ανάγκες, ταυτίσεις και συγκρούσεις από την άλλη, οδηγούν σε μια ποικιλία τάσεων και απόψεων των ανθρώπων στη σχέση τους με τη θρησκεία.

Είναι αρκετά δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέλλον των θρησκειών. Λογικά θα πρέπει σταδιακά να εξαφανιστούν ή τουλάχιστον να πάρουν άλλη μορφή. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μια ικανοποιητική ωρίμανση της πλειονότητας των ανθρώπων, κάτι που προς το παρόν ελάχιστα συμβαίνει και με πολύ αργούς ρυθμούς.

Παράλληλα όμως θέλω να επισημάνω ότι τα ουσιαστικά προβλήματα των ανθρώπων δεν οφείλονται, κατά την άποψή μου, στην ύπαρξη των θρησκειών, παρόλο τον παραλογισμό και τον φανατισμό που υπάρχει στις περισσότερες κοινωνίες του πλανήτη μας. Άλλωστε, όπως εμμέσως πλην σαφώς αναφέρθηκε πιο πάνω, οι θρησκείες αποτελούν ένα ?σημαντικό μεν- από τα επακόλουθα της συναισθηματικής ανωριμότητάς μας. Ευχής έργων θα ήταν, βέβαια, εάν οι εκπρόσωποι των θρησκειών κατάφερναν σταδιακά να κατανοήσουν τις ασυνείδητες πλευρές του ανθρώπου. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα, αν μη τι άλλο, την παραίτηση από παράλογους ισχυρισμούς και τη μείωση της αυξημένης εξουσίας, του εκφοβισμού και της ενοχοποίησης που ασκείται. Θα μπορούσαν έτσι οι θετικές πλευρές των θρησκειών και των εκπροσώπων τους, όπως για παράδειγμα η επιδοκιμασία της αλληλεγγύης και το φιλανθρωπικό τους έργο, να αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία και επιρροή.