Δε χρειάζεται να υπογραμμίσουμε την τεράστια σημασία κι επίδραση της επικοινωνίας. Λίγο ως πολύ τα πάντα εξαρτώνται από τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και άρα από τον τρόπο επικοινωνίας μας.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ικανοποιητικής και εποικοδομητικής επικοινωνίας, όπως φυσικά και το αντίθετο. Εμείς θα ασχοληθούμε με εκείνους τους τρόπους επικοινωνίας που οδηγούν σε προβλήματα που είναι και οι συνηθέστεροι. Αυτό που πρέπει να διατηρήσουμε υπόψη, στο σημείο αυτό, είναι ότι η επικοινωνία συνιστά αμφίδρομη επίδραση μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Αυτό σημαίνει ότι οι δυσκολίες που συχνά εμφανίζονται ενδέχεται να προκύψουν είτε επειδή ο πομπός συμπεριφέρεται απορριπτικά, επιθετικά ή ενοχοποιητικά είτε επειδή ο δέκτης εκλαμβάνει τη συμπεριφορά του πομπού ως απορριπτική, επιθετική ή ενοχοποιητική, ακόμη και όταν, στην πραγματικότητα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δηλαδή, ακόμη και όταν ο πομπός δεν έχει καμία πρόθεση επίκρισης, επίθεσης, απόρριψης ή ενοχοποίησης του δέκτη.

Με άλλα λόγια, στην επικοινωνία εμπλέκονται παράγοντες όπως αυτά που λέγονται αλλά κι εκείνα που δε λέγονται, αυτά που αντιλαμβανόμαστε σε συνειδητό επίπεδο αλλά κι εκείνα που μας επηρεάζουν ασυνείδητα, αυτά που ακούμε κι εκείνα που αισθανόμαστε.

Ως εκ τούτου, θα ήταν αδύνατο να αναφερθούμε στην επικοινωνία ως ένα μονοπαραγοντικό φαινόμενο. Αντί αυτού, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο που εκτείνεται σε διάφορα επίπεδα, όπως το διαπροσωπικό, το λεκτικό, το μη-λεκτικό, μεταξύ άλλων, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω:

Επικοινωνία σε διαπροσωπικό επίπεδο υπάρχει όταν διακινούνται νοήματα και συναισθήματα από τον ένα στον άλλο. Όταν κάποιος προσλαμβάνει και κατανοεί κάτι που εκφράζει κάποιος άλλος, απαντά σ'αυτό και αντίστροφα. Αυτά που κατεξοχήν χαρακτηρίζουν την άμεση διαπροσωπική επικοινωνία είναι η συνέχεια, η συμμετοχή και η αλληλεπίδραση.
Ενώ, διαμεσολαβημένη επικοινωνία αποκαλείται η επικοινωνία μέσω σταθερού ή κινητού τηλεφώνου, μέσω διαδικτύου, επιστολής κ.α. την αποκαλούμε διαμεσολαβημένη επικοινωνία. Υπάρχει βέβαια και η επικοινωνία μέσω των ΜΜΕ, της τέχνης και άλλων πληροφοριών ή μηνυμάτων που λαμβάνουμε όπου η αλληλεπίδραση με τη στενή έννοια του όρου μειώνεται.

Αντίστοιχα, λεκτική επικοινωνία ονομάζουμε εκείνη που πραγματοποιείται μέσω της γλώσσας, η οποία και φαίνεται να αποτελεί τον πιο σημαντικό κώδικα που διαθέτουν οι άνθρωποι για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Μάλιστα, αυτό αποδεικνύεται εύκολα, αν σκεφτεί κανείς ότι η γλώσσα, τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή της μορφή, επιτρέπει στους ανθρώπους να έχουν ιστορία, να θέτουν στόχους και να αντιλαμβάνονται, να σκέπτονται και να εκφράζουν, με αποχρώσεις και ακρίβεια, τα πιο σύνθετα νοήματα. Νοήματα πολυεπίπεδα, αντιφατικά ή διφορούμενα.

Βέβαια, για να γίνει αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κοινών κωδίκων, δηλαδή ολοκληρωμένων σημασιολογικών συστημάτων, που θα πρέπει να είναι γνωστά σε όλους τους επικοινωνούντες. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο, οι επικοινωνούντες να κατέχουν και να μιλούν την ίδια γλώσσα, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου γλώσσα. Όταν η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται, τότε υπάρχει ασυνεννοησία.

Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, δεν επικοινωνούμε μόνο με το λόγο. Η επικοινωνία είναι και μη λεκτική. Οι κινήσεις του σώματος και οι διάφορες μορφές έκφρασης του προσώπου επιτρέπουν στον άνθρωπο να εκφράζει σιωπηλά τα συναισθήματά του: τη λύπη, το θυμό, την επιθυμία, την απορία, την ειρωνεία, την κόπωση, την αδιαφορία, τη χαρά του. ?Πολλά από τα σωματικά μηνύματα αυτής της συναισθηματικής επικοινωνίας δεν προσλαμβάνονται ενσυνείδητα από τους επικοινωνούντες. Με άλλα λόγια, η πληροφορία για το πώς μπορεί να νιώθει ο άλλος, φτάνει σε μας χωρίς, όμως, να αναγνωρίζουμε την προέλευσή της επακριβώς. Αυτό συμβαίνει γιατί το αντιληπτικό σύστημα που διαθέτει ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει πολλές λεπτομέρειες και μάλιστα με ταχύτητα που υπερβαίνει τη δυνατότητά του να τις επεξεργάζεται πλήρως νοητικά.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της διαίσθησης. Ουσιαστικά, η διαίσθηση αφορά σε μία μορφή επικοινωνίας. Μάλιστα, δεν είναι τίποτε άλλο από την αστραπιαία επεξεργασία πληροφοριών που μας επικοινωνούνται από το εξωτερικό περιβάλλον και μας «προετοιμάζουν» για κάτι που μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Ωστόσο, δεδομένου ότι η σύλληψη των πληροφοριών είναι ραγδαία, δε δύναται να γίνει σε συνειδητό επίπεδο, αλλά συμβαίνει ασυνείδητα, με αποτέλεσμα, τελικά, να φτάνει στη συνείδηση το αποτέλεσμα της επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση ενός οδηγού ταχύτητας, ο οποίος «διαισθάνθηκε» την ανάγκη να φρενάρει πριν από κάποια στροφή, παρόλο που δεν είχε λόγο να κάνει κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα να σωθεί από σύγκρουση με άλλα αυτοκίνητα, τα οποία είχαν ήδη τρακάρει μετά τη στροφή. Τελικά, βερέθηκε, από ανάλυση του βίντεο που απαθανάτιζε τον αγώνα, ότι πριν ο οδηγός φτάσει στη στροφή, το κοινό που παρίστατο εκεί είχε στρέψει έντρομο το βλέμμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση (δηλαδή προς τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα) αντί να κοιτάει τον ίδιο, όπως θα ήταν φυσιολογικό. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο κόσμος επικοινώνησε με τον οδηγό με τρόπο που ο ίδιος δεν πρόλαβε να συλλάβει σε συνειδητό επίπεδο, αλλά επηρέασε τη συμπεριφορά του τη συγκεκριμένη στιγμή.

Το φαινόμενο αυτό δε σχετίζεται μόνο με την νευροφυσιολογία. Είναι αλληλένδετο και με τη λειτουργία του ασυνείδητου, με μηχανισμούς δηλαδή - όπως η απώθηση, η άρνηση ή η μόνωση - που σχετίζονται με την επιλεκτικότητα της αντίληψης όπως μας διδάσκει η ψυχανάλυση.

Εκτός από τη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία, υπάρχει και εκείνη που προκύπτει μέσα από αυτά που κάνουμε ή δεν κάνουμε σε σχέση με τον άλλο. Όταν π.χ. κάποιος καθυστερεί στο ραντεβού του ή κάποιος άλλος σωπαίνει όταν του υποβάλλουν μια ερώτηση, επικοινωνούν και οι δύο, ο καθένας με άλλο τρόπο, εκπέμπουν δηλαδή μηνύματα. Φανταστείτε δυο επιβάτες αεροπλάνου, όπου ένας προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με τον άλλο, ενώ ο άλλος προσπαθεί να την αποφύγει.

Κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί διάφορα μοντέλα για την επικοινωνία, κοινό τόπο των οποίων συνιστά η διάκριση πέντε βασικών συντελεστών, οι οποίοι έγκεινται στους εξής: πομπός, δέκτης, μήνυμα, κώδικας και μέσο. Αξίζει να δούμε πιο αναλυτικά κάποια από αυτά τα μοντέλα:

Α. Συστημική προσέγγιση της επικοινωνίας
Μία από τις πιο γνωστές και σημαντικές ομάδες ερευνητών που ασχολήθηκαν με τη θεωρία της επικοινωνίας είναι η ομάδα του Palo Alto στην Καλιφόρνια.
Η ομάδα αυτή διακρίνει τρία πεδία στη μελέτη της ανθρώπινης επικοινωνίας:
  1. Το συντακτικό πεδίο περιλαμβάνει φαινόμενα που αφορούν στη μετάδοση της πληροφορίας και συνιστούν αντικείμενο των θεωρητικών της Πληροφορικής, ειδικότερα όσων ασχολούνται με την κωδικοποίηση, τα κανάλια επικοινωνίας, και άλλες ιδιότητες της γλώσσας. Η διερεύνηση της περιοχής αυτής της επικοινωνίας αποτελεί και αντικείμενο των Μαθηματικών.
  2. Στο σημασιολογικό πεδίο εξετάζονται τα σύμβολα, οι έννοιες και οι σημασίες, δηλαδή η σχέση σημαίνοντος (η γνώση που έχει ο ομιλητής για το πώς δηλώνεται η σημασία μιας λέξης, φωνολογικά στον προφορικό λόγο και ορθογραφικά στον γραπτό ) και σημαινόμενου (η γνώση που έχει ο ομιλητής για το τί σημαίνει μια λέξη, χειρονομία, σήμα). Η διερεύνηση της περιοχής αυτής της επικοινωνίας συνιστά αντικείμενο της Φιλοσοφίας.
  3. Στο πραγματολογικό πεδίο μελετάται η επίδραση της επικοινωνίας στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Στην κατηγορία αυτή διερευνώνται όλες οι μορφές συμπεριφοράς (λεκτική και μη λεκτική) καθώς και το πλαίσιο μέσα στο οποίο η επικοινωνία, λαμβάνει χώρα. Η βασική αρχή είναι ότι τα πάντα, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ή αδράνεια, ομιλία ή σιωπή, όλα είναι ένα μήνυμα. Η επικοινωνία, δηλαδή, αποτελεί κατεξοχήν και πάνω απ'όλα μια μορφή δράσης, παρέμβασης, επίδρασης πάνω στον άλλο. Αντικείμενο διερεύνησης δεν είναι μόνο το μήνυμα αυτό καθεαυτό, αλλά η συναλλαγή μεταξύ πομπού και αποδέκτη. Η πλευρά αυτή της επικοινωνίας αποτελεί αντικείμενο της Ψυχολογίας.

Σύμφωνα με τη σχολή του Palo Alto πέντε αξιώματα χαρακτηρίζουν την επικοινωνία:
  1. Το πρώτο αφορά στην ανυπαρξία της μη επικοινωνίας. Η επικοινωνία ταυτίζεται με τη συμπεριφορά. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αντίθετη κατάσταση, δηλαδή μη επικοινωνία.
  2. Το δεύτερο αφορά στην οργάνωση της επικοινωνίας, η οποία διακρίνεται σε δύο επίπεδα: α) στο επίπεδο του περιεχομένου (content) του μηνύματος και β) στο επίπεδο του ορισμού της σχέσης (command). Τα δύο αυτά επίπεδα βρίσκονται σε άμεση συσχέτιση: όσο λιγότερο σαφής είναι o ορισμός της σχέσης (πώς αντιλαμβάνεται το ένα άτομο το άλλο), τόσο το περιεχόμενο ενός μηνύματος χάνει την αυτοτέλειά του, με αποτέλεσμα να εμπλέκεται διαρκώς στη διασαφήνιση του ορισμού της σχέσης των επικοινωνούντων.
  3. Το τρίτο ορίζει ότι η επικοινωνία εμπεριέχει ένα τριαδικό σχήμα αλληλεπίδρασης. Κάθε απάντηση σε ένα ερέθισμα προκαλεί ταυτόχρονα και ερέθισμα για μιαν απάντηση. Το τριαδικό σχήμα αλληλεπίδρασης είναι κυκλικό, δεν ανήκει στο σχήμα μονόδρομης κατεύθυνσης αίτιο - αποτέλεσμα.
  4. Σύμφωνα με το τέταρτο αξίωμα, η επικοινωνία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, την ψηφιακή (λεκτική) και την αναλογική (μη λεκτική). Είναι φανερό ότι η αναλογική είναι η πιο ασαφής, διότι δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράσει έννοιες όπως αντίθεση, χρονική διάκριση, υπόθεση, προϋπόθεση.
  5. Το πέμπτο αξίωμα ορίζει ότι η επικοινωνία οργανώνεται σε πρότυπα συμπεριφοράς και η συμπεριφορά καθορίζεται από κανόνες. Η μελέτη αυτών των κανόνων ονομάζεται «μετεπικοινωνία». Η μετεπικοινωνία, συνεπώς αναφέρεται στη μελέτη της ίδιας της επικοινωνίας.
Β. Συστημική και ψυχαναλυτική προσέγγιση της επικοινωνίας
Με τη βοήθεια ενός απλού μοντέλου επικοινωνίας, όπως το περιγράφει ο γερμανός καθηγητής ψυχολογίας Fredemann Schulz von Thun, ας δούμε τώρα τί συμβαίνει όταν δύο άτομα επικοινωνούν μεταξύ τους. πώς, δηλαδή, διαμορφώνονται τα πράγματα στην πράξη. Πρόκειται για μια σημαντική προσφορά συνδυασμού κι αλληλεπίδρασης αυτών που αναφέρει η συστημική σχολή και η ψυχαναλυτική. Στο «τί» και «πώς» συμπεριλαμβάνεται και το «γιατί».

Μοντέλο επικοινωνίας: Σχεδίαγραμμα



Το μήνυμα εμπεριέχει τέσσερα επίπεδα ( συνιστώσες ).
  1. Επίπεδο θέματος (πληροφορία, υπόθεση, δουλειά, ζήτημα).
  2. Επίπεδο σχέσης (τί αισθάνεται ο πομπός για τον δέκτη, τί σκέπτεται, λόγος, τόνος φωνής κλπ.).
  3. Επίπεδο αυτοαποκάλυψης (αυτοπαρουσίασης): κινήσεις, γνώσεις, τρόπος έκφρασης (στοιχεία και συναισθήματα που σχετίζονται με την αυτοπεποίθηση).
  4. Επίπεδο πρόσκλησης: ( ο Πομπός προσπαθεί να επηρεάσει το δέκτη. Ο δέκτης διερωτάται: «πού με πάει;», «τί θέλει να κάνω;»).
Κάθε μήνυμα, λεκτικό ή μη, εμπειρέχει και τα τέσσερα αυτά επίπεδα. Επικοινωνώντας ο πομπός αναφέρεται σε κάποιο θέμα, βρίσκεται σε κάποια μορφή σχέσης με το δέκτη, αυτοαποκαλύπτεται και, έμμεσα ή άμεσα, προσκαλεί / προκαλεί το δέκτη. Πρόβλημα επικοινωνίας προκύπτει όταν ο πομπός και ο δέκτης δεν επικοινωνούν στο ίδιο επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο πομπός εκπέμπει δίνοντας βάρος σε ένα από αυτά τα επίπεδα. Ο δέκτης έχει την «ελευθερία» (δυνατότητα) να επιλέξει, σε ποιο από τα τέσσερα επίπεδα «θέλει» να αντιδράσει (συνήθως, η επιλογή γίνεται ασυνείδητα). Η σύγκρουση δημιουργείται όταν ο δέκτης αντιδρά σε εκείνο το επίπεδο, στο οποίο ο πομπός δεν ήθελε επικεντρωθεί. Όταν πομπός και δέκτης βρίσκονται (επικοινωνούν) στο ίδιο επίπεδο, μπορεί να υπάρχει διαφορετική άποψη, αλλά δεν υπάρχει σύγκρουση.
Ας δούμε, όμως κάποια παραδείγματα του αναφερόμενου μοντέλου, όπως αυτά λαμβάνουν χώρα μέσα από τη λεκτική και τη μη λεκτική επικοινωνία αντίστοιχα.

Παραδείγματα λεκτικής επικοινωνίας:
Παράδειγμα Α
Νέο μπαχαρικό στο φαγητό:
Εκείνος: «Τί περίεργη μυρωδιά (χρώμα) έχει σήμερα το φαγητό!»
Εκείνη: «Αν δε σ'αρέσει πήγαινε αλλού να φας.»

Παράδειγμα Β
Οδήγηση με το αυτοκίνητο (μπροστά στα φανάρια):
Εκείνος: «Πράσινο!!»
Εκείνη: «Εσύ οδηγείς ή εγώ;»
Ακολουθεί ανάλυση σχετικά με το πώς μπορεί η φράση «πράσινο» νε ερμηνευτεί ανάλογα με το επίπεδο επικοινωνίας:
Ανάλυση:
ΤΟ «ΠΡΑΣΙΝΟ» ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ: ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
1. «Το κόκκινο έγινε πράσινο...» Θέμα
2. «Δεν οδηγείς καλά, είσαι αργή...» Σχέση
3. «Βιάζομαι...». Αυτοαποκάλυψη
4. «Ξεκίνα, πάτησε γκάζι...» Πρόσκληση

Σε περίπτωση ταύτισης επιπέδων επικοινωνίας η αντίδραση του δέκτη μπορεί να είναι:
ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΜΕ ΤΑΥΤΙΣΗ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
«Εντάξει»
(και να ξεκινήσει)
Θέμα
«Μπορεί να ισχύει αυτό που λες, αλλά έχω άλλες χάρες»
(να χαμογελάσει και να ξεκινήσει)
ή
«Μπορεί να ισχύει αυτό που λες αλλά δε μ'αρέσει να τ'ακούω»
Σχέση
«Δεν ήξερα ότι βιάζεσαι»
(και να ξεκινήσει βιαστικά)
Αυτοαποκάλυψη
«Στις διαταγές σας αφέντη μου»
(και να ξεκινήσει)
Πρόσκληση

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι όταν το επίπεδο επικοινωνίας του πομπού ταυτίζεται με εκείνο του δέκτη, δεν επέρχεται σύγκρουση. Στο σημείο αυτό, όμως, κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμιστούν τα εξής: Ωραία μας τα λέει η θεωρία. Στην πράξη, όμως, πολύ συχνά συναντάμε προβλήματα επικοινωνίας, όσα κι αν έχουμε μάθει περί μηνυμάτων (ότι το κάθε μήνυμα έχει πολλαπλές πλευρές) και επιπέδων (ότι για να αποφύγουμε το αδιέξοδο θα πρέπει να επικοινωνούμε στο ίδιο επίπεδο). Αυτό συμβαίνει όταν ο πομπός ή ο δέκτης ή και οι δύο έχουν τις προσωπικές τους ευαισθησίες, με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις τους να είναι μονόπλευρες. Όταν, για παράδειγμα, ο ένας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην κριτική και εκλαμβάνει το καθετί ως επίκριση, εύκολα θα πληγώνεται και ανάλογα θα αντιδρά. Στο σημαντικότατο αυτό θέμα θα αναφερθώ με λεπτομέρειες και παραδείγματα αργότερα.

Παράδειγμα Γ
Μαθήτρια στο δημοτικό: «Κύριε, Κύριε ο Γιώργος πέταξε το βιβλίο του σε μια γωνιά της τάξης».

Δυνατότητες αντίδρασης του δασκάλου:
ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥ: ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
1. «Το έκανε επίτηδες;» Θέμα (ζητά κι άλλες πληροφορίες)
2. «Γιατί το λες σε εμένα αυτό, δεν είμαι ο αστυνομικός σας»
ή
«Χαίρομαι που μ'εμπιστεύεσαι»
Σχέση
3. «Σε βλέπω πολύ θυμωμένη» Αυτοαποκάλυψη
4. «Έρχομαι να δω τι συνέβη» Πρόσκληση

Παράδειγμα Δ
Φανταστείτε ένα χώρο όπου η γυναίκα έχει δημιουργήσει μια ευχάριστη και ερωτική ατμόσφαιρα με χαμηλό φως, κεράκια, διακριτικά προκλητικό ντύσιμο, ανάλογη μουσική κλπ. Ο ήδη αργοπορημένος άντρας που έχει να κάνει ακόμα μερικά τηλεφωνήματα για να σιγουρευτεί για τη διεκπεραίωση επαγγελματικών υποχρεώσεων της επόμενης μέρας, εισβάλει στο χώρο, σωριάζεται σε μια πολυθρόνα, δεν παρατηρεί τίποτα γύρω του και λέει: «Που είναι αυτό το ευλογημένο τηλέφωνο; Ζωή είναι αυτή; Ακόμα δεν έχω τελειώσει με τις δουλειές μου!»
Σε αυτό και σε πολλά άλλα παραδείγματα μπορούμε να φανταστούμε τις πιθανές αντιδράσεις του δέκτη και τα επακόλουθα.

Παραδείγματα μη λεκτικής επικοινωνίας:
Η μη λεκτική επικοινωνία, όπως έχει εννοηθεί προηγουμένως, απαντά σε οτιδήποτε διακινείται και εκπέμπεται μεταξύ του πομπού και του δέκτη και δεν εμπεριέχει το λόγο. Πρόκειται, δηλαδή, για τη διάδοση πληροφοριών μέσα από συμπεριφορές όπως το κλάμα, το γέλιο, το συνοφρύωμα, ο αναστεναγμός, το «χτύπημα» της πλάτης, η προσφορά ενός δώρου κ.α.
Χαρακτηριστικά, ας δούμε πιο αναλυτικά τα εξής παραδείγματα:

Το κλάμα:
ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
1. - Θέμα : λείπει το περιεχόμενο αφού η επικοινωνία είναι μη λεκτική
2. «Βλέπεις σε τι χάλια με έφερες;» (τιμωρία του δέκτη) Σχέση
3. Χαρά ή λύπη Αυτοαποκάλυψη
4. Στρατηγική να προκαλέσει κανείς την προσοχή, το ενδιαφέρον του άλλου. Πρόσκληση

Το δώρο

Το δώρο αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα μη λεκτικής επικοινωνίας, το οποίο, στο επίπεδο πρόσκλησης μπορεί να σημαίνει συμπάθεια, αγάπη, ευγνωμοσύνη, δωροδοκία, ενοχή, υποχρέωση κ.α. Ακόμη και το είδος ή η αξία του δώρου μπορεί να ερμηνευτεί από το δέκτη με διαφορετικούς τρόπους.

Το τηλεφώνημα ή η υπόσχεση

Ένα τηλεφώνημα ή μια υπόσχεση που δεν τηρείται οδηγεί πολλές φορές σε παρερμηνείες και έντονες αντιπαραθέσεις. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με τον τρόπο σεξουαλικής προσέγγισης (ή απόρριψής της).

Σε αυτές και σε πολλές άλλες περιπτώσεις λεκτικής η μη λεκτικής επικοινωνίας ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η προσωπικότητα του πομπού και του δέκτη και ιδιαίτερα του δέκτη, του οποίου η αντίδραση θα οδηγήσει τα πράγματα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Ας δούμε τώρα τα τέσσερα επίπεδα κάθε μηνύματος πιο αναλυτικά:

1) Θέμα
Οι δύο συχνότερες αφορμές που μπορούν να οδηγήσουν σε πρόβλημα αναφορικά με το θέμα είναι το γεγονός ότι αφενός μεν δύσκολα παραμένει κανείς στο θέμα, αφετέρου δε δύσκολα φτάνει η πληροφορία στο δέκτη εξαιτίας του δυσνόητου χαρακτήρα της.

Αξίζει να αναφερθεί ότι:
α) Στατιστικά, μόνον το 1/3 των πληροφοριών γίνεται κατανοητό (ανακοινώσεις, οδηγίες χρήσης, συμβόλαια, επιστημονικές εργασίες, ομιλίες πολιτικών, ειδήσεις κλπ.). Όταν κάποιος δεν καταλαβαίνει κάτι, συνήθως, χάνει το θάρρος και το ενδιαφέρον του, με αποτέλεσμα να παύει να ασχολείται με αυτό.
β). Εκφράσεις, όπως: «Μη φεύγεις απ'το θέμα», «αυτό δεν ανήκει εδώ», αποτελούν προσπάθειες που συχνά επιστρατεύονται για να επανέλθει ο συνομιλητής στο θέμα. Ταυτόχρονα, όμως, εμποδίζουν την εκδήλωση συναισθημάτων. Όταν φοβάμαι, δηλαδή, να εκφράσω τα συναισθήματά μου, προσπαθώ να εμμένω στο θέμα, τη στιγμή που ο άλλος βρίσκεται σε άλλο επίπεδο. Κι όσο το προσπαθώ, τόσο περισσότερα αρνητικά συναισθήματα δημιουργούνται.

Επομένως:

  1. Όσο πιο απλός, κατανοητός και συγκεκριμένος είναι ο γραπτός ή προφορικός λόγος που χρησιμοποιούμε τόσο λιγότερο πιθανό είναι να υπάρξουν παρανοήσεις και να δημιουργηθούν προβλήματα στην επικοινωνία.
  2. Όταν απευθυνόμαστε στον άλλο είναι ωφέλιμο να απευθυνόμαστε και να επικεντρωνόμαστε στο συναίσθημά του και το δικό μας. Με άλλα λόγια, η επικοινωνία είναι καλύτερη όταν αναφέρομαι στο πώς αισθάνομαι παρά όταν εμμένω στην επίλυση ενός ζητήματος με στόχο να αποδείξω ότι έχω δίκιο ή ότι ο άλλος έχει άδικο.
  3. Όσο πιο σύντομος και περιεκτικός είναι ο λόγος μου τόσο πιο πιθανό είναι να διατηρήσω την προσοχή του άλλου και να ενισχύσω την επικοινωνία μας αποφεύγοντας συγκρούσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από την άσκοπη αναμάσηση επιχειρημάτων υπέρ του ενός ή του άλλου.
  4. Η χρήση ερεθισμάτων, όπως το χιούμορ και η χρήση παραδειγμάτων, φαίνεται να ενισχύουν την επικοινωνία και να μειώνουν την πιθανότητα παρανοήσεων.
  5. Σε κάθε θέμα που προκύπτει, στόχος είναι να βρούμε λύση πρωτίστως στο πρόβλημα που δημιουργείται στη σχέση μας με τον άλλο και έπειτα στο θέμα αυτό καθαυτό. Π.χ. εάν μία συνεργασία δεν προχωρά, κρίνεται σκόπιμο να εστιάσω πρώτα στην επίλυση του προβλήματος που υπάρχει μεταξύ εμού και του συνεργάτη μου και μετά να εστιάσω στη συνεργασία.
  6. Η επικοινωνία ευνοείται όταν σε κάθε θέμα που ανακύπτει διερευνώ τις ανάγκες μου σε σχέση με τον άλλο και, αντίστοιχα, τις εκφράζω. Με άλλα λόγια, διερωτώμαι τί μου είναι σημαντικό σε σχέση με τον άλλο τη δεδομένη στιγμή (π.χ. όταν τσακώνομαι με τη σύντροφό μου κατηγορώντας την ότι είναι ψυχρή, μπορώ να διερωτηθώ εάν ο λόγος που την κατηγορώ είναι επειδή εγώ επιθυμώ τρυφερότητα, την οποία εκείνη δε μου δίνει. Αντίστοιχα, κατά την επικοινωνία μου μαζί της, αντί να την κατηγορήσω, της εκφράζω την ανάγκη μου.)
2) Σχέση
Αναφορικά με το επίπεδο της σχέσης, το πιο συχνό πρόβλημα ανακύπτει όταν ο τρόπος έκφρασης της πληροφορίας ?ή και το περιεχόμενο- προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στο δέκτη.
Παρακάτω, ακολουθεί σχεδιάγραμμα, στο οποίο αναπαριστώνται τα αρνητικά συναισθήματα σε αντιδιαστολή με τα θετικά συναισθήματα που ενδέχεται να προκύψουν στο πλαίσιο της επικοινωνίας μεταξύ πομπού και δέκτη. Αυτά αφορούν σε δύο δίπολα, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ: «εκτίμησης-υποτίμησης» και «καθοδήγησης-αδιαφορίας». Κατόπιν, ακολουθεί σχετικό παράδειγμα:

Σχεδιάγραμμα:

Παράδειγμα:
Η δεκατετράχρονη κόρη πριν το γάμο ή τη βάπτιση:
«Μαμά εγώ θα φορέσω το τζιν μου»

Η μητέρα της μπορεί να αντιδράσει με τους εξής τρόπους:

  1. «Αγαπούλα μου, αυτό δεν ταιριάζει, φόρεσε τη μαύρη σου φούστα και πάμε.» (Στο σχεδιάγραμμα η περιοχή 1)
  2. «Χαζή είσαι; Τη μαύρη σου φούστα φόρεσε και πάμε.» (περιοχή 2)
  3. «Κάνε ό,τι θέλεις. Ούτως ή άλλως, μυαλό να σκεφτείς λογικά δεν έχεις.» (περιοχή 3)
  4. «Φοβάμαι πως δε θα φαίνεσαι γιορτινή. Με παντελόνια, όμως, νιώθεις πιο άνετα, έτσι δεν είναι; (περιοχή 4)

Επικοινωνία στα επίπεδα σχέσης και θέματος:
Πριν προχωρήσουμε στα υπόλοιπα επίπεδα, θα ήταν σκόπιμο να περιγράψουμε πώς ο συνδυασμός μεταξύ θέματος και σχέσης επηρεάζει την έκβαση της επικοινωνίας

α. Συμφωνία και στα δύο επίπεδα: Ιδανική, αλλά σπάνια περίπτωση.
β. Ασυμφωνία στο θέμα, συμφωνία στη σχέση: Δε δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα.
γ. Συμφωνία στο θέμα, ασυμφωνία στη σχέση: Όταν λείψει το θέμα εμφανίζεται το πρόβλημα σχέσης. π.χ. Όταν φύγουν τα παιδιά απο το σπίτι, το ζευγάρι μπορεί να οδηγηθεί ακόμα και σε διαζύγιο. Σε άλλες περιπτώσεις, μερικά παιδιά διατηρούν τα προβλήματα ή τα συμπτώματά τους για να μη χωρίσουν οι γονείς τους.
δ. Ασυμφωνία και στα δύο επίπεδα: Η χειρότερη μορφή επικοινωνίας.

3) Αυτοαποκάλυψη
Το ερώτημα «πώς με βλέπουν οι άλλοι» ή «τί θα σκεφτούν» δημιουργεί, αυτομάτως, το φόβο της αυτοαποκάλυψης. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί ο φόβος για τις εξετάσεις στο σχολείο που μεταφέρεται, στη συνέχεια, στην καθημερινότητα καθόλη τη διάρκεια της ζωής (φόβος μην ανακαλυφθεί η άγνοιά μου, η ασχήμια μου, η αδυναμία μου κ.α.). Με κάθε μήνυμα, ο πομπός εκθέτει και κάτι από τον εαυτό του (κινήσεις, τόνος φωνής, γνώσεις, αμηχανία κλπ).

Όταν η σχέση με τους γονείς και το περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά την αυτοεκτίμησή μου, τότε αυξάνει ο φόβος αποτυχίας και φοβάμαι μην ανακαλυφθεί η αδυναμία μου. Πριν υιοθετήσω, όμως τον εν λόγω μηχανισμό, από την παιδική ήδη ηλικία, έχω επιστρατεύσει (ασυνείδητα) το μηχανισμό της ενδοβολής. Συγκεκριμένα, σε αυτή την περίπτωση, με το μηχανισμό της ενδοβολής, αντιλαμβάνομαι τον εκάστοτε εξωτερικό κριτή (μπαμπά, μαμά δάσκαλο κλπ) ως εσωτερικό κριτή, γίνομαι, δηλαδή εγώ κριτής του εαυτού μου και ενοχοποιούμαι με κάθε ευκαιρία. Για να απαλλαγώ από την ενοχή προβάλλω πάλι τον κριτή προς τα έξω, οπότε το περιβάλλον γίνεται ο κριτής και τότε φοβάμαι την κρίση, την τιμωρία ή την απόρριψη.
Ο κόσμος του παιδιού (κι αργότερα του ενηλίκου) είναι γεμάτος «δικαστές» κι «ανταγωνιστές». Αναγκαζόμαστε, λοιπόν, να αναπτύσσουμε διάφορες τεχνικές για να αποφεύγουμε τους φόβους απόρριψης και ενοχής, όπως φαίνεται παρακάτω.

Τεχνικές προς αποφυγή της αυτοαποκάλυψης
  1. Δείχνουμε την «λαμπερή» πλευρά του εαυτού μας, ώστε να μη φανούν οι αδυναμίες μας. Π.χ. αυτό-προβαλλόμαστε, αυτό-επαινούμαστε, μιλάμε με στομφώδη, εντυπωσιακό αλλά δυσνόητο λόγο, προβάλλουμε έμμεσα τον εαυτό μας αναφέροντας «παρεμπιπτόντως» πτυχία, διπλώματα, ταξίδια, εξοχικά σπίτια και άλλα που πιθανά να έχουμε ή οδηγούμε τη συζήτηση σε «εντός έδρας» θέματα, δηλαδή σε αυτά για τα οποία έχουμε αρκετές γνώσεις.
  2. Αποφεύγουμε την έκθεση (σιωπή, αποφυγή ερωτήσεων και κριτικής, αποφυγή εκδήλωσης συναισθημάτων, αλλαγή θέματος).
  3. Χρησιμοποιούμε άλλα πρόσωπα αντί του Εγώ («δεν μπορεί να...», «σε λίγο θα πάμε για ύπνο», «η λογική λέει...», «πρέπει διαρκώς να διακόπτεις;»
  4. Επιδεικνύουμε αδυναμίες με σκοπό να αποφύγουμε τις ευθύνες ή μια πιθανή αποτυχία (λέγοντας π.χ. «αυτό δεν το μπορώ με τίποτα», «είμαι χάλια»).

Οι επιπτώσεις των «τεχνικών» αυτών είναι, λίγο ως πολύ, γνωστές. Επιδρούν αρνητικά στις διαπροσωπικές σχέσεις, τη συνεργασία, τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών μας κλπ. Συγκεκριμένα:
Όσο περισσότερο φοβάται κανείς την έκθεση ή έχει αυξημένη την ανάγκη προβολής:
  1. Τόσο λιγότερο αποτελεσματικός είναι στη δουλειά του, στη συνεργασία, στην πληροφόρηση κλπ. Η συζήτηση χάνει την αξία και την ποιότητά της (το επίπεδο θέματος μπαίνει σε δεύτερη μοίρα).
  2. Δε μαθαίνει ότι και άλλοι μπορεί να έχουν παρόμοια προβλήματα.
  3. Δεν μπορεί να δημιουργήσει και να διατηρήσει ουσιαστικές σχέσεις.
  4. Έχει αυξημένο άγχος εξαιτίας της συνεχούς προσπάθειας να δείχνει κάτι άλλο από αυτό που αισθάνεται, και, πολλές φορές μάλιστα, ασυνείδητα. Η ανάγκη να δείχνουμε έναν άλλο εαυτό, μας κρατά σε συνεχή ένταση, η οποία είναι επικίνδυνη για την υγεία μας. Τα περισσότερα ψυχοσωματικά συμπτώματα έχουν τις ρίζες τους σε αυτήν την προσπάθεια. Τα συγκεκριμένα άτομα αρκετές φορές δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα ίδια τους τα συναισθήματα. Στην ερώτηση «πώς αισθάνεστε τώρα;» δυσκολεύονται να απαντήσουν, σκέφτονται και το «βρίσκουν» μετά από λογική σκέψη («μάλλον ναι...», «αυτό θα'πρεπε να νιώθω..»).

4) Πρόσκληση (αίτημα, διαταγή, προσδοκία).
Στο επίπεδο αυτό είναι, κυρίως, η ασάφεια του μηνύματος που οδηγεί σε προβλήματα. Η αναφερόμενη ασάφεια μπορεί να εκφραστεί με τους εξής τρόπους:

α) Ασαφές μήνυμα (πρόσκληση με κάλυμμα την αυτοαποκάλυψη).
Κλάμα, απόπειρα αυτοκτονίας, φοβίες, ευαισθησία, παιδική συμπεριφορά, αδυναμία κλπ. αποτελούν μηνύματα, όπου ο δέκτης αντιδρά, σχεδόν αυτόματα, στην πρόσκληση του πομπού, δηλαδή κάνει αυτό που ο πομπός συνειδητά ή ασυνείδητα ζητά.

Παραδείγματα:
  • Με το κλάμα μπορούμε να προκαλέσουμε αγκάλιασμα.
  • Η αδεξιότητα αναγκάζει τον άλλο να αναλάβει : «δώσε μου να το κάνω εγώ».
  • Μια φοβία του ενός συντρόφου αναγκάζει τον άλλο να επιστρέφει νωρίς στο σπίτι.
  • Δείχνοντας οτι είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι, παύει ο άλλος να είναι επικριτικός,
  • Η παιδική συμπεριφορά προκαλεί περισσότερη προσοχή, έστω και με θυμό.
Ωστόσο, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι αντιδράσεις του δέκτη δεν καλύπτουν τελικά τις ανάγκες του πομπού καθότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η εκπλήρωση της πρόσκλησης, αλλά ο φόβος της αυτοαποκάλυψης. Ανταποκρινόμενος ο δέκτης, ενισχύει την άμυνα (συμπεριφορά) και το πρόβλημα διαιωνίζεται.

Τί θα μπορούσε να κάνει ο δέκτης:
  1. Να αγνοεί το «σύμπτωμα, δηλαδή να μην ενισχύει τη συμπεριφορά του πομπού που στόχο έχει την αναστολή της αυτοαποκάλυψης
  2. Να απευθύνεται στον ασυνείδητο σκοπό του πομπού («μήπως θέλεις ν'ασχοληθώ περισσότερο μαζί σου;»)
  3. Να εκφράζει τα δικά του συναισθήματα και προβλήματα. Έτσι, μαθαίνει ο πομπός να κάνει κι αυτός το ίδιο και, κυρίως, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι κακό να έχεις πρόβλημα ή αδυναμίες.
β) Ασαφές μήνυμα (πρόσκληση με κάλυμμα το θέμα).
Τέτοια παραδείγματα συνιστούν οι ομιλίες των πολιτικών, η περιγραφή ιδεολογιών, η ανάλυση πολιτικών ή θρησκευτικών διαφορών κ.α., αλλά και εκφράσεις όπως «μας τέλειωσε η ζάχαρη».
Αντίστοιχα, αιτήματα του τύπου «ψήφισέ με», «πίστεψέ με», «φέρε μου» κλπ. εκπέμπονται σαν να αναφέρονται στο επίπεδο του θέματος.

Πότε δεν είμαστε ξεκάθαροι:
  1. Όταν φοβόμαστε την αυτοαποκάλυψη:
    Δε ζητάμε βοήθεια, για να μη δείξουμε την αδυναμία μας. Δε ζητάμε π.χ. κάτι «καινούργιο» κάνοντας έρωτα, για να μην παρεξηγηθούμε.
  2. Όταν φοβόμαστε την άρνηση:
    Μια «μπερδεμένη» πρόσκληση μπορεί ο δέκτης να μην την καταλάβει καλά και να δυσκολευτεί να αρνηθεί.
  3. Όταν από παιδιά δεν έχουμε μάθει (δε μας επιτρεπόταν) να εκφράζουμε τις επιθυμίες μας.
  4. Όταν δεν ξέρουμε εάν ο δέκτης θα δεχθεί να κάνει αυτό που θα του ζητήσουμε. Π.χ.:
    • Αντί να πούμε: «Μπορείς να με πας ως το σπίτι με το αμάξι σου;», λέμε: «Υπάρχει εδώ κοντά λεωφορείο;» ή
    • Αντί να πούμε: «Είστε πανέμορφη, θα ήθελα πολύ να γνωριστούμε, έστω και για λίγο!», επιλέγουμε να πούμε: «Έχετε, μήπως, φωτιά;»
  5. Όταν προτιμούμε να δώσουμε τη δυνατότητα στον άλλο να κάνει αυτό που θέλουμε «αυθόρμητα»! Π.χ.:
    • «Ήταν πολύ καλή η ιδέα να συναντηθούμε σήμερα το βράδυ». Σε λίγο οι επισκέπτες θα φύγουν!
  6. Όταν υποθέτουμε ότι ο δέκτης δυσκολεύεται να πει όχι.
  7. Όταν φοβόμαστε την ευθύνη των πράξεων που ζητάμε από κάποιο συνάδελφο, τον/την σύζυγο, το παιδί κλπ.

γ) Αρνητική αντίδραση εξαιτίας της διαταραγμένης σχέσης.

Π.χ. Όταν κάποιος λέει: «φόρεσε το παλτό σου» μπορεί να οδηγήσει τον δέκτη σε αρνητική συμπεριφορά και να αρνηθεί να φορέσει το παλτό του (ο δέκτης αισθάνεται ότι ο πομπός δεν τον εμπιστεύεται ή ότι δεν του συμπεριφέρεται καλά).

δ) Συμβουλές (πρόσκληση) χωρίς αποτέλεσμα, όταν υπάρχει βαθύτερο πρόβλημα:
- Π.χ. Φίλος στο ζηλιάρη σύζυγο: «Μην παρακολουθείς βήμα προς βήμα τη γυναίκα σου, αυτό μπορεί να χαλάσει το γάμο σου». ή
- Μια υπάλληλος δεν τα πηγαίνει καλά με τον προϊστάμενο της. Ο σύζυγός της τη συμβουλεύει να μην κλείνει το στόμα της και να του λέει τί αισθάνεται.
Τότε, εκείνη λέει: «Δεν μπορώ?» και ο σύζυγος απαντάει:
«Προσπάθησε?» Η σύζυγος: «Δεν μπορώ, με πιάνει ταχυπαλμία». Ο σύζυγος: «Προσπάθησε να είσαι ήρεμη» κλπ.
Η στάση αυτή, όχι μόνο δε βοηθά, αλλά χειροτερεύει την κατάσταση, καθότι ο δέκτης δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει τη συμβουλή, την οποία άλλωστε και ο ίδιος γνωρίζει. Η ζήλια (στο πρώτο παράδειγμα) και αισθήματα ανεπάρκειας, φόβου απόρριψης (στο δεύτερο παράδειγμα), εξάρτησης, ενοχής κλπ. αποτελούν βαθύτερα προβλήματα της προσωπικότητας του δέκτη και απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση (συνειδητοποίηση και θεραπευτική αντιμετώπιση του θεραπευτικού προβλήματος).

Επικοινωνία και γλώσσα
Η λεκτική επικοινωνία, όπως ήδη αναφέρθηκε περιλαμβάνει όλα αυτά που εκφράζονται με το λόγο. Η γλώσσα ως συμβολικό σύστημα αποτελεί το κορυφαίο και πληρέστερο όργανο που διαθέτει ένας άνθρωπος για να πει τι σκέφτεται και τι αισθάνεται. Η γλώσσα διαθέτει επίσης την ικανότητα, με τον πλούτο των λέξεων που περιλαμβάνει και τους δυνατούς (μετα)σχηματισμούς της, να δηλώνει κάτι και ταυτόχρονα να δηλώνει κάτι άλλο.

Έτσι, ο λόγος στη λεκτική επικοινωνία μπορεί να λέει λίγα ή πολλά, μπορεί επίσης να λέει άλλα, μπορεί όμως ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις και να σωπαίνει, να μιλάει δηλαδή για να μη λέει τίποτα. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν κάποιος αφηγείται ένα περιστατικό που του έχει συμβεί και ενώ φλυαρεί ανούσια, αναφερόμενος σε απίστευτες λεπτομέρειες, αποφεύγει να κάνει το παραμικρό σχόλιο για οτιδήποτε μπορεί να αισθάνθηκε, για τα συναισθήματά του. Μερικές φορές ορισμένες σιωπές μοιάζει να δηλώνουν ή να εκφράζουν πολλά, άλλες φορές διάφορες παρεμβάσεις ή αλλαγές θέματος να έχουν το χαρακτήρα μιας συγκαλυμμένης σιωπής.

Γλώσσα του σώματος
Όπως συμβαίνει και με τη λεκτική επικοινωνία, ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του σώματος ή να προσλαμβάνει σωματικά μηνύματα του άλλου με τρόπο συνειδητό ή ασυνείδητο. Στην πρώτη περίπτωση έχει τον έλεγχο ή και έχει επίγνωση των σημασιών που παράγονται με το σώμα. Κουνάει, π.χ. το χέρι του με έναν ιδιαίτερο τρόπο όταν θέλει να χαιρετήσει κάποιον, εκφράζει έκπληξη, ευχαρίστηση, οργή, αηδία, στενοχώρια με συγκεκριμένους μορφασμούς, αντιλαμβάνεται ότι ο τάδε γνωστός του, τον οποίο τυχαία συναντά στο δρόμο, τον αναγνώρισε και χάρηκε που τον είδε, από τις κινήσεις του και από τον τρόπο που τον κοιτάζει.
Όμως, το σωματικό συμμετέχει και στην ασυνείδητη επικοινωνία. Και τούτο σε διάφορα επίπεδα. Ένα πρώτο επίπεδο είναι εκείνο στο οποίο το ασυνείδητο κάνει το σώμα να μιλά όπως περίπου και ο λόγος. Στο επίπεδο αυτό το σώμα εκφράζει, ασυνείδητα πάντα, συγκεκριμένα συναισθηματικά και συγκινησιακά μηνύματα. Μπορεί, π.χ. να εκφράζει λύπη, ευχαρίστηση, ντροπή, κόπωση, φόβο.
Από εκεί και πέρα, οι σωματικές εκδηλώσεις του ασυνειδήτου δεν έχουν τόσο την έννοια των συμπτωμάτων. Εκφράζουν, κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή, πολύ πιο σύνθετες και συγκρουσιακές ψυχικές πραγματικότητες που σχετίζονται με την ιστορία του ατόμου και τη βαθύτερη παθολογική συγκρότηση της προσωπικότητας (τικ, βάδισμα, κινήσεις άνω και κάτω άκρων)

Ας δούμε τώρα μερικές ειδικές περιπτώσεις επικοινωνίας όπως είναι τα παράδοξα μηνύματα ή το μήνυμα διπλού δεσμού.

Τα παράδοξα μηνύματα

Παράδοξο είναι ένας ψυχικός μηχανισμός - (και κατ'επέκταση μια σχεσιακή στρατηγική) - ο οποίος συνδέει κατά τρόπο αδιαχώριστο δύο προτάσεις ή εντολές ασυμβίβαστες μεταξύ τους, οδηγώντας τη σκέψη σε αδιέξοδο.

Αν ο δέκτης υπακούσει στην εντολή, αυτομάτως, αυτό που κάνει ισοδυναμεί με μη συμμόρφωσή του. Η παράδοξη εντολή, είναι, συνεπώς, λογικά ανεκπλήρωτη. Παράδοξο μήνυμα είναι όταν κάποιος, π.χ. ζητά από κάποιον άλλο να είναι αυθόρμητος. Πώς μπορεί κανείς να είναι αυθόρμητος, όταν η ανάλογη συμπεριφορά έρχεται να ικανοποιήσει την επιθυμία του άλλου; Παράδοξο, επίσης, μήνυμα είναι όταν μια γυναίκα λέει στον άνδρα της, ο οποίος ως προσωπικότητα είναι παθητικός, «θέλω να μ'εξουσιάζεις» ή «πότε επιτέλους θα μάθεις να'σαι επιβλητικός», ή όταν μια μητέρα λέει στο παιδί της «μην είσαι τόσο υπάκουος». (μία τέτοια πρόσκληση οδηγεί το δέκτη στη θέση pat (σκάκι). Αν υπακούσει δεν θα ανταποκριθεί στην επιθυμία του αιτούντος που του λέγει να μην υπακούει. Αν δεν ακολουθήσει τη συμβουλή είναι σαν να μη δέχεται το περιεχόμενό της και άρα να συνεχίσει να είναι υπάκουος!!

Όσο προσπαθούμε να κοιμηθούμε ή να νιώσουμε χαρά τη στιγμή που είμαστε «στα χάλια μας», δε θα το καταφέρουμε και επιπλέον θα εκνευριστούμε. Το ίδιο θα συμβεί όταν θα εξαναγκάσουμε κάποιον να κοιμηθεί, να χαρεί ή να έχει στύση/οργασμό τη στιγμή που ο άλλος δε μπορεί.

Τα παράδοξα, όμως, μηνύματα, όπως και τα μηνύματα «διπλού δεσμού», για τα οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια, όταν απευθύνονται συστηματικά σε μικρά παιδιά από τους γονείς τους, αποτελώντας χαρακτηριστικό τρόπο της μεταξύ τους επικοινωνίας, μπορεί να παράγουν και δράματα.
Σημ.: Εκτενή αναφορά για τις «παραδοξίες» μπορείτε να βρείτε στα βιβλία του Paul Watzlawick (μερικά έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά).

Το μήνυμα διπλού δεσμού (Double bind)
Διπλό δεσμό έχουμε όταν π.χ. κάποιος ζητά ταυτόχρονα από κάποιον άλλο να κάνει δυο εντελώς αντίθετα και αλληλοαναιρούμενα πράγματα, βάζοντάς τον σε συναισθηματικό και λογικό αδιέξοδο. Η τυπική μορφή εδώ είναι η εξής: «Κάνε ό,τι λέω, όχι ό,τι θα ήθελα να κάνεις».
Παράδειγμα: Μια μητέρα, η οποία δεν έχει πάψει ποτέ να μιλά στην κόρη της για το πόσο ο έρωτας είναι «βρόμικος», «επικίνδυνος» και «κακός», την παροτρύνει παρόλα αυτά να συνάψει σχέσεις με αγόρια. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί η πίεση ενός γονέα απέναντι στο έφηβο ή νεαρό παιδί του να ανεξαρτητοποιηθεί και να δημιουργήσει τη δική του ταυτότητα, ενώ την ίδια στιγμή του φέρεται σαν να είναι μικρό παιδί, αναστέλλοντας τη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης.

Επικοινωνία και προσωπικότητα
Ο τρόπος επικοινωνίας εξαρτάται και επηρεάζεται από:
  1. Την προσωπικότητα
  2. Το φύλο
  3. Το περιβάλλον (πολιτισμός, κουλτούρα, συνήθειες)
  4. Τη φάση και τις συνθήκες ζωής ( εξωγενείς παράγοντες )
Σχετικά με το περιβάλλον (στην περίπτωσή μας με την έννοια διαφορών κουλτούρας) μπορούμε να υπογραμμίσουμε, συνοπτικά, καταστάσεις που εύκολα μπορούν να οδηγήσουν σε παρερμηνείες και προβλήματα: συνήθειες, ήθη και έθιμα, αντιμετώπιση ασθενειών, διαμόρφωση χώρου, σχέση με το περιβάλλον, σχέση με μεταφυσικά φαινόμενα, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, προκαταλήψεις κλπ. Όλα αυτά αποτελούν αφορμές για προβλήματα επικοινωνίας (χωρίς απαραίτητα να υπάρχει διαταραγμένη σχέση ή προσωπικότητα) και απαιτούν, επιπλέον, προσπάθειες από τον πομπό και από το δέκτη για να μπορούν να αντιμετωπίζονται. Παράδειγμα αποτελεί ο μικτός γάμος.

Όσον αφορά στους ασυνήθιστους ή ξαφνικούς εξωγενείς παράγοντες εννοώ περιπτώσεις όπως: βαριά ασθένεια, απώλεια εργασίας, σεισμός, πόλεμος, ξαφνικός θάνατος αγαπητού προσώπου, διαζύγιο, υποχρεωτική μετακόμιση, προσφυγιά κλπ. Αυτές και άλλες παρόμοιες καταστάσεις φορτίζουν ιδιαίτερα συναισθηματικά το άτομο και κατ'επέκταση και τον τρόπο συμπεριφοράς του. Συνήθως είναι παροδικές.

Τον πιο σημαντικό ρόλο, όμως, στον τομέα της επικοινωνίας (όπως άλλωστε και στα περισσότερα θέματα της ζωής) τον έχει η προσωπικότητα, καθότι μια υγιής προσωπικότητα θα είναι σε θέση να επικοινωνεί ικανοποιητικά ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες (παθολογική συμπεριφορά του άλλου, διαφορετικό φύλο, διαφορετική κουλτούρα, ξαφνικοί εξωγενείς παράγοντες κλπ.).

Η εξέλιξη της προσωπικότητας είναι ένα τεράστιο θέμα. Στη δημιουργία της δομής της προσωπικότητας, στους διαφορετικούς τύπους ανθρώπων και τις αντίστοιχες συμπεριφορές αναφέρομαι αναλυτικά σε άλλο σημείο της ιστοσελα.

Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η επικοινωνία αφορά σε ένα σύνολο παραγόντων που σχετίζονται τόσο με το συνειδητό κομμάτι του ψυχισμού μας όσο και με το ασυνείδητο. Για το λόγο αυτό, σημασία μεγαλύτερη και από το περιεχόμενο του λόγου μας, του θέματος της κουβέντας μας με τον άλλο, έχει η σχέση που αναπτύσσουμε τη στιγμή που μιλάμε, τα συναισθήματα που διακινούνται μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Αν κάνουμε μία αναδρομή στις κουβέντες μας με τους άλλους, θα διαπιστώσουμε, ίσως, ότι οι περισσότερες εντάσεις δημιουργούνται όταν προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι έχουμε δίκιο. Θα αποτελέσει έκπληξη, ίσως, η συνειδητοποίηση που θα προκύψει αν απλά αναλογιστούμε «Και τι έγινε αν αποδείξω ότι έχω δίκιο;» Πιθανότατα, η απάντηση θα είναι «θα δικαιωθώ». Ωστόσο, αν το σκεφτεί κανείς, πρακτικά, δε θα αλλάξει κάτι.
Η ανάγκη για δικαίωση απαντά σε όλους τους ανθρώπους και εδράζεται σε βρεφικές ανάγκες. Επίσης, εξαιτίας αυτής μας της ανάγκης συχνά μπαίνουμε στη θέση εκείνου που έχει αδικηθεί με αποτέλεσμα να απαντάμε στον άλλο σαν να τον θέτουμε σε θέση αντιπάλου. Άλλες φορές, πάλι, μπορεί να επιτεθούμε στον άλλον φοβούμενοι μην αποκαλύψουμε τις αδυναμίες μας ή συναισθήματα που δυσκολευόμαστε να επεξεργαστούμε. Έτσι, συχνά, αποφεύγουμε να μιλήσουμε για τα συναισθήματά μας: Π.χ. λέω στο σύντροφό μου: «είσαι ψυχρός και απόμακρος» αντί να πω: «θα ήθελα να σε πάρω μία αγκαλιά» ή «μπορείς να μου δώσεις μια αγκαλιά;» Αποτέλεσμα είναι, αντί να πάρω την αγκαλιά που επιθυμώ, να μπω σε ένα φαύλο κύκλο όπου ο δέκτης θα απαντήσει σε αυτό που εξέλαβε ως επίθεση, με νέα επίθεση κ.ο.κ.
Η αλήθεια είναι πως το να προσεγγίσουμε το συναίσθημά μας ενέχει δυσκολίες, όχι επειδή συνιστά μία περίπλοκη διαδικασία (μιας και η διεργασία είναι απλή) αλλά κυρίως επειδή οι περισσότεροι, ίσως, να μην έχουμε μάθει πώς να το κάνουμε. Αξίζει, όμως να το προσπαθούμε, γιατί όσο το επιδιώκουμε ερχόμαστε πιο κοντά στην εποικοδομητική επικοινωνία.