Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια περίληψη από μια εργασία μου με τίτλο: Διεθνικός γάμος - μια ψυχολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση-. Οι αναφορές στην "κλινική εμπειρία" μου τεσσάρων χρόνων ως θεραπευτής μιας ομάδας με γερμανόφωνες γυναίκες σε μικτό γάμο που ζουν στην Αθήνα έχουν, μεταξύ άλλων, αφαιρεθεί.

Με τον όρο «διεθνικός ή μικτός γάμος» εννοούμε το γάμο μεταξύ δύο ατόμων που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και διαφορετικούς πολιτισμούς. Βέβαια, ένας θεραπευτής βλέπει τον κάθε γάμο ως «μικτό», αφού ο κάθε σύντροφος διαθέτει τη δική του «κουλτούρα» και ιδιαίτερα τη δική του προσωπικότητα. Όσο και αν ο σύντροφος έχει ζήσει στην ίδια χώρα, μιλά την ίδια γλώσσα και έχει την ίδια θρησκεία, δεν παύει να είναι διαφορετικός, εφόσον έχει μεγαλώσει με άλλους γονείς, έχει άλλες εμπειρίες και βιώματα και γενικότερα έχει μάθει να αντιμετωπίζει τη ζωή διαφορετικά.

Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στο διεθνή χώρο, οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίες (γνωριμίες και γάμοι μέσω internet !), η κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ», η χαλάρωση παραδοσιακών αρχών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, η αύξηση μεταναστών, προσφύγων, φοιτητών, εργατικού δυναμικού σε ξένες χώρες, ο τουρισμός, οι προσπάθειες ενοποίησης της Ευρώπης και οι λοιπές εξελίξεις και αλλαγές φέρνουν τους ανθρώπους από διαφορετικές χώρες πιο κοντά, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να αυξάνει και ο αριθμός των διεθνικών γάμων.

Λέγεται, ότι ένας διεθνικός γάμος είναι ήδη στο ξεκίνημά του επιβαρυμένος, αφού στα γνωστά προβλήματα ενός ομοεθνικού γάμου προστίθενται και άλλα (διαφορετικές συνήθειες, διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, προβλήματα επικοινωνίας και αποδοχής με τις οικογένειες των συντρόφων κλπ.). Είναι όμως πράγματι έτσι; Και, αν ναι, ποιες μπορεί να είναι οι πραγματικές συγκρούσεις στα ζευγάρια αυτά και ποιες οι επιπτώσεις πάνω στα παιδιά τους;

Οι διεργασίες που διαδραματίζονται στα άτομα που βρίσκονται σε μικτό γάμο, είναι πολύπλοκες. Άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αναγκάζονται συνεχώς να επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητά τους και τις σχέσεις τους γενικότερα, σε ατομικό, συζυγικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Η κατανόηση και η αποδοχή του διαφορετικού και πολλές φορές δυσνόητου μιας άλλης κουλτούρας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, όχι μόνο για τα συγκεκριμένα άτομα, αλλά και για τους ίδιους τους θεραπευτές σε περίπτωση που καλούνται να τα βοηθήσουν.

Σ' ένα ζευγάρι που μεγάλωσε στην ίδια κοινωνία, πολλά πράγματα δε γίνονται θέμα επειδή είναι αυτονόητα. Αντίθετα, στο διεθνικό γάμο το καθετί μπορεί να αποτελέσει θέμα. Αξιοσημείωτο εδώ είναι το γεγονός ότι όσο πιο κοντά έρχεται ο ένας στον άλλο, τόσο περισσότερο αυξάνει η αίσθηση του διαφορετικού και του ξένου. Ο σύντροφος δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την ατομική ταυτότητα του άλλου αλλά και την κοινωνική του ταυτότητα, η οποία μεταξύ άλλων εμπεριέχει τη γλώσσα με τους συμβολισμούς της, τους κοινωνικούς ρόλους και τις αξίες.

Επιλογή ξένου συντρόφου

Η ψυχολογία και ιδιαίτερα η ψυχαναλυτική θεωρία μας υποδεικνύει διάφορα συνειδητά και κυρίως ασυνείδητα κίνητρα που οδηγούν στην επιλογή ενός συγκεκριμένου συντρόφου. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχουν άλλα ή επιπλέον κίνητρα, όταν επιλέγουμε κάποιον ξένο ως σύντροφο.

Τα συνειδητά κίνητρα για την επιλογή ενός συντρόφου είναι γνωστά (εμφάνιση, καλλιέργεια, μόρφωση, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ερωτισμός, χιούμορ κα.). Ασυνείδητες ανάγκες που οδηγούν σε ένα γάμο είναι , για παράδειγμα, οι ανάγκες για σιγουριά, εξουσία, υποταγή, αυτονομία, εξάρτηση, τιμωρία, επανάληψη σχέσεων της παιδικής ηλικίας, εκπλήρωση γονικών απαιτήσεων κλπ. Επίσης γνωρίζουμε ότι οι ταυτίσεις που κάνουμε, εμπεριέχουν στοιχεία όχι μόνο του στενού οικογενειακού περίγυρου, αλλά και -μέσω αυτού- του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος.

Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τα πιθανά ασυνείδητα κίνητρα για την επιλογή ενός ξένου συντρόφου, μπορούμε να κάνουμε τις εξής υποθέσεις:

Εάν για παράδειγμα ένιωθα ξένος ή αποξενωμένος στο οικογενειακό μου περιβάλλον, μπορεί να επιλέξω έναν ξένο ως σύντροφο. Εάν, σε άλλη περίπτωση, είμαι παιδί από μικτό γάμο, μπορεί, ταυτιζόμενος με το κομμάτι αυτό του γονέα, να επιλέξω επίσης ξένο σύντροφο. Ένας παρόμοιος μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει σε γυναίκες με έντονες φεμινιστικές ιδέες. Για να αποδείξουν τη δυνατότητα ισότητας των δύο φύλων, παντρεύονται έναν «τελείως» ξένο, μια Δυτικοευρωπαία π.χ. επιλέγει έναν «Ανατολίτη». Ο μηχανισμός ταύτισης μπορεί να λειτουργήσει και ως εξής: Ας υποθέσουμε ότι ο σύντροφος ενός γονέα αποτελεί μια αντισυμβατική επιλογή σε σχέση με τις παραδοσιακές αξίες. Το παιδί ταυτιζόμενο μ'αυτή την επιλογή ενδέχεται κατά την αναζήτηση συντρόφου αργότερα να επιλέξει έναν ξένο ως σύντροφο.

Σε κάτι το άλλο και διαφορετικό μπορεί να οδηγηθούν άτομα με αυξημένη περιέργεια, τάση για ρίσκο, ανάγκη για περιπέτεια, επιθυμία για παραμυθένιες, εξωτικές εμπειρίες κλπ., άτομα δηλαδή με κυρίως οιδιποδειακούς ή υστερικούς τρόπους συμπεριφοράς. Αλλά και προγενετικές καθηλώσεις, ιδιαίτερα εκείνες όπου οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις ή τα αισθήματα αποξένωσης που ήδη αναφέρθηκαν, είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας, μπορούν επίσης να οδηγήσουν αργότερα το ενήλικο άτομο σε παρόμοιες επιλογές.

Ας σημειωθεί εδώ ότι η επιλογή ενός ξένου συντρόφου δεν εξαρτάται μόνο από τις ασυνείδητες ανάγκες ενός ατόμου, αλλά κι από άλλους παράγοντες. Όπως και η Claudia Gomez στην πολύ ενδιαφέρουσα διδακτορική της εργασία με θέμα «ο διεθνικός γάμος στη Γερμανία» (1995), μπορούμε συνοψίζοντας να πούμε, ότι τα κίνητρα για έναν τέτοιο γάμο σχετίζονται άμεσα με την προσωπικότητα του συντρόφου από την μια πλευρά και με την κοινωνική δομή από την άλλη. Οι δύο αυτοί παράγοντες βρίσκονται άλλωστε σε συνεχή αλληλεπίδραση.

Συζυγική πραγματικότητα

Οι Berger και Kellner περιγράφουν το γάμο ως μια δραματική διαδικασία, όπου δύο ξένοι συναντιούνται και εκ νέου προσδιορίζονται. Το σκηνικό αυτό διαδραματίζεται εσωτερικά και νομιμοποιείται κοινωνικά. Το κάθε μέλος φέρνει στο γάμο το δικό του κόσμο και δημιουργεί μια νέα κοινή πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της διεργασίας της αλληλοπροσέγγισης τροποποιείται η ταυτότητα του καθένα και παράλληλα δημιουργείται μια νέα κοινή ταυτότητα, ως ζευγάρι. Στην αλλαγή αυτή δε συμμετέχουν μόνο οι δύο σύζυγοι αλλά και ο περίγυρος, ο οποίος διαφορετικά αντιδρά στο κάθε μέλος ξεχωριστά, απ' ό,τι στο ίδιο το ζευγάρι.

Όλες αυτές οι αλλαγές είναι λίγο ως πολύ αναπόφευκτες και συνήθως δε συνειδητοποιούνται. Γι αυτό άλλωστε τα σχετικά προβλήματα δεν αποδίδονται σ' αυτές, αλλά σε εξωτερικούς παράγοντες και σε πρακτικές δυσκολίες. Αυτό προκύπτει από τη λανθασμένη άποψη των συζύγων, ότι τίποτα - ούτε ο εαυτός, ούτε ο περίγυρος - δεν έχει αλλάξει.

Στη νέα τάξη πραγμάτων και τη νέα ζωή γενικότερα εισάγεται επίσης και το παρελθόν των συζύγων. Πράξεις και σκέψεις από το παρελθόν, που έρχονται σε αντίθεση με την τωρινή κατάσταση, αξιολογούνται εκ νέου και τροποποιούνται, έτσι ώστε να ταιριάζουν στην εικόνα του παρόντος, (διατηρώντας τη συνέχεια του παρελθόντος), και παράλληλα να συμβάλουν στη σταθεροποίηση της συζυγικής ζωής, η οποία επιδιώκει να έχει κοινές βλέψεις για το μέλλον.

Μεταφέροντας το σχεδιασμό της συζυγικής πραγματικότητας στο διεθνικό γάμο, διαπιστώνουμε ότι τα δύο άτομα που συναντιούνται είναι πολύ πιο «ξένα» απ' ό,τι είναι στον ομοεθνικό γάμο. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν κοινή βάση επικοινωνίας, κοινό σύστημα αναφοράς και κοινά πρότυπα προσανατολισμού. Οι συσχετισμοί εξουσίας όπως και η κατανομή ρόλων διαφέρουν, με αποτέλεσμα η προσαρμογή και ο προσδιορισμός της συζυγικής πραγματικότητας να είναι πολύ πιο δύσκολοι. Επίσης, η σχέση με την ξένη χώρα είναι σημαντική και η κάθε αλλαγή στάσης προς την ξένη χώρα επιδρά ανάλογα και στο γάμο, όπως και το αντίστροφο. Ο σύζυγος που συνεχίζει να ζει στη χώρα του, ξαφνιάζεται απ' αυτές τις αλλαγές, αφού δε βιώνει το πρόβλημα της μετανάστευσης.

Επιλογή τρόπου ζωής

Πρωταρχική αναγκαιότητα στο διεθνικό γάμο είναι η επιλογή ενός (μεταξύ διαφορετικών) τρόπου ζωής. Με βάση τη βιβλιογραφία οι επικρατέστερες μορφές επιλογής είναι οι εξής:

1) Ο μονόπλευρος συμβιβασμός ( one way adjustment)
Είναι η συνηθέστερη επιλογή που χρησιμοποιείται. Ο ένας σύντροφος παραιτείται από σημαντικές αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς της δικής του κουλτούρας και δέχεται αυτά του συντρόφου (γλώσσα, κοινωνικές δραστηριότητες). Η κυριαρχία και υπεροχή του ενός συντρόφου, η υπεροχή του πολιτισμού, η χαλαρή σχέση του ενός συντρόφου με τις αξίες της χώρας προέλευσής του, όπως και πρακτικοί λόγοι μπορούν να οδηγήσουν σ' αυτή τη μορφή συμβιβασμού. Τα πρότυπα συζυγικής υπεροχής και υποταγής της επιλεγμένης κουλτούρας συνήθως ταυτίζονται με τα προσωπικά πρότυπα των συντρόφων. Μια δυναμική και αποφασιστική σύζυγος, για παράδειγμα, θα καταφέρει να επιβάλει εκείνα τα πρότυπα, όπου οι συζυγικοί ρόλοι είναι τουλάχιστον μοιρασμένοι, ακόμα κι αν ο υποχωρητικός σύζυγος προέρχεται από μια κουλτούρα όπου το ισχυρό πρόσωπο σ' ένα ζευγάρι θεωρείται ο άνδρας.

2) Ο εναλλακτικός συμβιβασμός (alternative adjustment)
Σ' αυτή τη μορφή συμβίωσης συνυπάρχουν και οι δύο κουλτούρες ή χρησιμοποιούνται εναλλάξ, έτσι ώστε να δημιουργείται μια σχετική ισορροπία. Όταν οι διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες και αξίες χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, μιλάμε για την «simultaneous solution», ενώ στην περίπτωση «mid-point-compromise» το ζευγάρι αποφασίζει την αφαίρεση εκείνων των προτύπων που δεν μπορούν να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Η συνηθέστερη μορφή εναλλακτικού συμβιβασμού φαίνεται να είναι η μορφή «mixing», όπου οι αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς και των δύο πλευρών ενώνονται (πολιτισμική σύνθεση). Η λύση αυτή επιλέγεται από άτομα που δεν είναι στενά δεμένα με την κουλτούρα τους. Άλλη μια προϋπόθεση για τις εναλλακτικές λύσεις γενικότερα αποτελεί η δημοκρατική κατανόηση και συμπεριφορά.

3) Ο δημιουργικός συμβιβασμός (creative adjustment)
Πρόκειται για την απόφαση του ζευγαριού να βρει νέα πρότυπα συμπεριφοράς σε περίπτωση που τα πρότυπα των πολιτισμών προέλευσης και των δύο συζύγων δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Αυτό συνήθως συμβαίνει, όταν αυτά εμπεριέχουν αυξημένο δυναμικό συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, ώστε να μη μπορούν να συμβιβαστούν.

Τα περισσότερα ζευγάρια συναντούν αντιδράσεις από το οικογενειακό τους περιβάλλον και δυσκολίες με τις αρχές και τη γραφειοκρατία. Η τελετή του γάμου γίνεται συνήθως και στις δύο χώρες προέλευσης των συντρόφων (ο πολιτικός γάμος στη μία, ο εκκλησιαστικός στην άλλη). Η επιλογή της χώρας, όπου θα ζήσει το ζευγάρι, εξαρτάται κυρίως από τις επαγγελματικές δυνατότητες και ιδιαίτερα του άντρα, που συνεχίζει να έχει το ρόλο της οικονομικής ευθύνης της οικογένειας.

Στις αρχές του γάμου προγραμματίζεται να μετακομίσει το ζευγάρι ή η οικογένεια στη χώρα του ξένου συντρόφου. Στην πορεία όμως εγκαταλείπεται η απόφαση αυτή. Επαγγελματικοί δεσμοί, σχολικές υποχρεώσεις - αν έχουν αρχίσει να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο - και ψυχολογικοί παράγοντες (φόβος να ξαναρχίσεις από την αρχή) αναγκάζουν το ζευγάρι να παραμένει στη χώρα όπου ξεκίνησε ο γάμος τους. Αντ'αυτού αποφασίζεται να περνά η οικογένεια τις διακοπές της στη χώρα του ξένου συντρόφου. Μερικά ζευγάρια προτιμούν να ζήσουν εξαρχής σε μια ουδέτερη χώρα. Όσον αφορά τις συνήθειες φαγητού, γιορτών κλπ. επιλέγεται το καλύτερο από κάθε χώρα. Γίνεται προσπάθεια να γνωρίσουν τα παιδιά από νωρίς τις συνήθειες αυτές του ξένου γονέα. Ιδιαίτερες γιορτές, όπως είναι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα γιορτάζονται, αν υπάρχει η δυνατότητα, στη χώρα εκείνη όπου η συγκεκριμένη γιορτή θεωρείται σπουδαία. Θρησκευτικές διαφορές γίνονται εξαρχής αποδεκτές και συνήθως δεν οδηγούν σε σοβαρές συγκρούσεις.

Προβλήματα και συγκρούσεις

Κεντρικό πρόβλημα στο διεθνικό γάμο αποτελούν κατ'αρχήν τα διαφορετικά πρότυπα γάμου και οικογένειας που ισχύουν στις διαφορετικές κουλτούρες. Αν για τον ένα θεωρείται ο γάμος ένας θεσμός φροντίδας, για τον άλλο μπορεί να αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη μιας ρομαντικής αγάπης. Ο ένας μπορεί να έχει ως πρότυπο μια μικρή οικογένεια με λίγα παιδιά, ο άλλος να προτιμά μια μεγάλη οικογένεια με πολλά παιδιά και κοντινούς συγγενείς στο στενότερο οικογενειακό κύκλο. Παρόμοιες διαφορές υπάρχουν στον τρόπο ανατροφής των παιδιών, στον τομέα οικειότητας ή σεξουαλικής ζωής και στις προσδοκίες οικογενειακής ευτυχίας . Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε συγκρουσιακές καταστάσεις τις οποίες καλείται να λύσει το ζευγάρι.

Μια άλλη πηγή προβλημάτων είναι η ίδια η μετανάστευση και η παραμονή σε ξένη χώρα, με όλες τις πιθανές συνέπειες (κρίση ταυτότητας, δυσκολίες προσαρμογής, απώλεια οικογένειας και πατρίδας, ενοχές εγκατάλειψης της αρχαϊκής οικογένειας, όπως επίσης και πρακτικά, οικονομικά προβλήματα εξαιτίας πολλαπλών ταξιδιών και επισκέψεων από και προς την χώρα καταγωγής). Η διαφορά που προκύπτει από την «εντός και εκτός έδρας» κατάσταση, οδηγεί σε διαφορετικά δυναμικά εξουσίας, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται κάθε τόσο το νέο κοινό πρότυπο οικογένειας.

Αφορμή για συγκρούσεις στο διεθνικό γάμο μπορεί επίσης να αποτελέσουν καταστάσεις που απορρέουν απ'αυτό που εννοούμε νοοτροπία ενός λαού. Πρόκειται για συγκεκριμένους κανόνες, για αξίες και τρόπους συμπεριφοράς μιας χώρας που λίγο ως πολύ είναι χαρακτηριστικές. Η γνώση τους βοηθά στην αποφυγή ή και αντιμετώπιση τυχόν συγκρούσεων. Ο τρόπος σκέψης, αντίληψης, μάθησης, εκδήλωσης συναισθημάτων, τα κίνητρα, η συναλλαγή με το χώρο και το χρόνο, η σχέση με το επάγγελμα, την εργασία και το χρήμα (ποιος θα εργαστεί, ποια λεφτά πού θα ξοδευτούν, η οικονομική βοήθεια προς τους γονείς κ.α.), διαφέρουν από λαό σε λαό.

Το ίδιο ισχύει και για τη στάση προς τις ασθένειες. Οι υπερβολές προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ιδιαίτερα οι παρερμηνείες συμπτωμάτων και η αντιμετώπιση ασθενειών με τελετουργικά, θρησκευτικά ή μαγικά μέσα οδηγούν σε έντονες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις πέρα από τα τραγικά αποτελέσματα μιας αντιμετώπισης αυτού του τύπου.

Διαφορετικές συνήθειες και παραδοσιακές τελετουργίες προσφέρουν επίσης έδαφος για παρεξηγήσεις, διαμάχες και άσκηση εξουσίας σ' ένα διεθνικό γάμο. Οι συνήθειες φαγητού, γιορτών και τελετών, η επίπλωση σπιτιού, η κατανομή εργασιών, όπως επίσης και οι συνήθειες κοινωνικών σχέσεων με συγγενείς και φίλους είναι σχετικά παραδείγματα. Παραδόξως η διαφορετική θρησκεία σπάνια γίνεται αφορμή για σύγκρουση.

Ένα ενδιαφέρον και παράλληλα παράδοξο φαινόμενο είναι το εξής: Με τη σταδιακή αύξηση των γνώσεων και εμπειριών στην ξένη γλώσσα και κουλτούρα, θα περίμενε κανείς τη βελτίωση της σχέσης και τη μείωση των σχετικών προβλημάτων. Πολλές φορές όμως συμβαίνει το αντίθετο. Κι' αυτό οφείλεται στην παράλληλη αύξηση προσδοκιών, ακριβώς επειδή ο σύντροφος κατέχει πλέον τη γλώσσα και γνωρίζει καλά τις κοινωνικοπολιτισμικές συνήθειες. Στην περίπτωση αυτή η μη ικανοποιητική ανταπόκριση του συντρόφου στις προσδοκίες αποδίδεται στην προσωπικότητά του και όχι στις πολιτισμικές διαφορές, με αποτέλεσμα να προκύπτουν επιπλέον προβλήματα.

Παιδί και διεθνικός γάμος

Η Kathi Dorfmuller-Καρπουζά, στο βιβλίο της «Παιδιά μεταξύ δύο πολιτισμών», υπογραμμίζει ότι το διαπολιτισμικό άτομο είναι συνέχεια απασχολημένο με το φτιάξιμο μιας δικής του σύνθεσης μεταξύ δύο πόλων. Είναι δημιουργός της δικής του διαπολιτισμικής πορείας. Μια μονοπολιτισμική και μονογλωσσική οπτική δε μπορεί να εκτιμήσει σωστά τη δύσκολη και κουραστική αυτή προσπάθεια.

Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στα σημαντικά θέματα ταύτισης και διγλωσσικής ανατροφής, τα οποία άλλωστε σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους. Άλλες, ιδιαίτερες καταστάσεις που βιώνει ένα παιδί από διεθνικό γάμο, αποτελούν αντικείμενο ειδικής εργασίας. Μερικές από αυτές αναφέρονται επιγραμματικά σε αντίστοιχα σημεία του κειμένου.

Διγλωσσική ανατροφή και οι ανάλογες ταυτίσεις

Κατ' αρχήν πρέπει να επισημανθεί η σημασία της γενικότερης στάσης των γονέων και του περίγυρου απέναντι σε μια συγκεκριμένη γλώσσα. Μέσα από μηχανισμούς ταύτισης η στάση αυτή θα επηρεάσει ουσιαστικά τη σχέση που θα έχει το παιδί με τη συγκεκριμένη γλώσσα, κάτι που θα επηρεάσει όχι μόνο τη μάθηση της γλώσσας αλλά και άλλες πλευρές της προσωπικότητάς του.

Η στάση αυτή, στην οποία αναφερόμαστε, εμπεριέχει τρεις βασικές παραμέτρους, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται ή και αλληλοαντιπαρατίθενται. Πρόκειται για τη γνωσιακή , τη συναισθηματική και την συμπεριφορική παράμετρο. Η γνώση, για παράδειγμα, μπορεί να υπαγορεύσει ένα γονέα να μεγαλώσει το παιδί του με δύο γλώσσες. Το συναίσθημά του ή η συμπεριφορά του όμως να δείχνουν κάτι άλλο. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τις απόψεις και τα κίνητρα, των οποίων αντιφάσεις θα εμποδίσουν το παιδί από μικτό γάμο να αποκτήσει μια σταθερή και θετική στάση απέναντι σε μια γλώσσα και κατ' επέκταση στην αντίστοιχη κουλτούρα.

Το παιδί που γεννιέται σε ένα τέτοιο περιβάλλον, έρχεται αντιμέτωπο και ταυτίζεται με δύο γλώσσες και κατ' επέκταση με δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Παράγοντες που επιδρούν πάνω στη διεργασία αυτή είναι συνοπτικά οι εξής:

  • Η σχέση των γονέων με τη γλώσσα τους
  • Η χώρα και το περιβάλλον που ζει η οικογένεια (αν ομιλείται η μητρική γλώσσα ή όχι)
  • Η ενθάρρυνση για τις δύο γλώσσες
  • Ο τρόπος και ο χρόνος μάθησης της μιας και της άλλης γλώσσας

Γλωσσολόγοι και ψυχολόγοι ξεχωρίζουν διάφορες μορφές διγλωσσίας ανάλογα με τον τόπο, χρόνο και τρόπο που μαθαίνει το παιδί τις δύο γλώσσες. Αναφέρονται στη μικτή, την παράλληλη, τη φυσική, την πολιτισμική κλπ. διγλωσσία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ημιδιγλωσσία. Όσο κι αν το φαινόμενο αυτό αφορά κυρίως στα παιδιά μεταναστών ή μειονοτήτων και όχι τόσο στα παιδιά διεθνικών γάμων, είναι σημαντικό να το γνωρίζουμε εξαιτίας των αρνητικών του επιπτώσεων. Πρόκειται για την πρόωρη εμπόδιση ή διακοπή της εξέλιξης της μητρικής γλώσσας εξαιτίας ή προς χάριν μιας άλλης γλώσσας.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, για παράδειγμα, υπήρξε αυξημένη μετανάστευση Φιλανδών στη Σουηδία. Από τις σουηδικές αρχές πάρθηκαν ειδικά μέτρα για τη διευκόλυνση προσαρμογής και ενσωμάτωσης των μεταναστών, ιδιαίτερα των παιδιών. Στον τομέα της γλώσσας προωθήθηκαν τα σουηδικά προτείνοντας στους γονείς να μιλούν στο σπίτι μόνο αυτά, τα δε μαθήματα στο σχολείο να γίνονται επίσης μόνο στα σουηδικά. Οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών όμως ήταν αρνητικές. Τα παιδιά παρουσίασαν μαθησιακά προβλήματα, προβλήματα ταύτισης, διαταραχές προσωπικότητας κ.α., όπως απέδειξαν σχετικές έρευνες που έγιναν αργότερα.

Γενικότερα έχει επικρατήσει η πεποίθηση ότι κάτω από ομαλές συνθήκες ένα φυσιολογικό παιδί μπορεί να γίνει δίγλωσσο χωρίς προβλήματα. Αντίθετα μάλιστα, όπως ισχυρίζονται πολλοί ερευνητές, οι σχολικές επιδόσεις δίγλωσσων παιδιών είναι πολλές φορές καλύτερες σε σύγκριση με μονόγλωσσα παιδιά, πέρα από τον εμπλουτισμό που υφίστανται με την απόκτηση πρόσβασης στην αντίστοιχη κουλτούρα.

Στο διεθνικό γάμο τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της διγλωσσίας προσφέρει το μοντέλο « ένα πρόσωπο - μία γλώσσα» (Arnberg και άλλοι 1980-1990). Ο κάθε γονέας δηλαδή μιλά στο παιδί στη δική του γλώσσα. Πρόκειται για την ταυτόχρονη διγλωσσία. Το παιδί αρχικά διαθέτει ένα μόνο σύστημα μάθησης. Σταδιακά αρχίζει να ξεχωρίζει τις δύο γλώσσες και το ένα σύστημα τείνει να επηρεάσει το άλλο, μέχρις ότου να υπερισχύσει η μία γλώσσα (η γλώσσα του περιβάλλοντος) της άλλης που θα χάσει τη θέση εξουσίας της μόνο εάν αλλάξουν οι συνθήκες του περιβάλλοντος. Συνήθως όμως η μέθοδος αυτή δύσκολα διατηρείται. Γνωστοί και φίλοι, που επισκέπτονται τακτικά την οικογένεια, αναγκάζουν τους γονείς να χρησιμοποιούν τη γλώσσα του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα το παιδί να συγχέει τη κατανομή των δύο γλωσσών.

Οι περισσότεροι γονείς επιλέγουν εξαρχής μία από τις δύο γλώσσες ως κοινή οικογενειακή γλώσσα. Το παιδί μαθαίνει τις δύο γλώσσες διαδοχικά, αφομοιώνει δηλαδή τα δύο γλωσσικά συστήματα ξεχωριστά. Οι γονείς, που με τον τρόπο αυτό απαλλάσσονται από τη δυσκολία τήρησης της μεθόδου «ένα πρόσωπο - μία γλώσσα», μπορούν στην πορεία, από κάποια στιγμή και μετά, να φέρουν το παιδί τους αντιμέτωπο με τη δεύτερη γλώσσα. Οι σχετικές έρευνες υποστηρίζουν ότι, στην περίπτωση αυτή, η μάθηση της δεύτερης γλώσσας θα πρέπει να ξεκινάει μετά τον τρίτο χρόνο ζωής του παιδιού. Αντίθετα, αν δηλαδή οι γονείς προτιμήσουν την παράλληλη απόκτηση των δύο γλωσσών, θα πρέπει να ξεκινήσουν τη μέθοδο «ένα πρόσωπο, μία γλώσσα», που αναφέρθηκε πιο πάνω, εξαρχής ή τουλάχιστον πριν τον τρίτο χρόνο.

Παιδιά από διεθνικό γάμο μεγαλώνουν συνήθως στην πατρίδα της μητέρας ή του πατέρα και δέχονται μεγάλη κοινωνική πίεση να μάθουν τη γλώσσα του περιβάλλοντος. Παράλληλα, για ευνόητος λόγους, δέχονται πίεση και από την οικογένειά τους στο να γίνουν δίγλωσσα. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες και ακολουθώντας οι γονείς τις υποδείξεις των ειδικών, οι πιέσεις αυτές δεν οδηγούν σε σοβαρά προβλήματα. Αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε σε παιδιά μειονοτήτων ή μεταναστών, όπου οι πιέσεις από το περιβάλλον, αλλά και οι ενδοοικογενειακές πιέσεις είναι μεγάλες. Το παιδί είναι υποχρεωμένο να μάθει τη γλώσσα του περιβάλλοντος για τις κοινωνικές του σχέσεις, αλλά και τη γλώσσα της οικογένειας, για να επικοινωνεί όχι μόνο με τους γονείς αλλά και με τα άλλα μέλη της μειονότητας. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται κατανόηση, ενθάρρυνση και συνεργασία από πλευράς της οικογένειας, της κοινότητας της μειονότητας, αλλά και της κοινότητας της πλειονότητας.

Η στάση των γονέων γενικότερα, αλλά ειδικότερα αυτών που βρίσκονται σε διεθνικό γάμο, απέναντι στη δίγλωσση ανατροφή, ακόμα κι αν αρχικά είναι ξεκάθαρη, μπορεί σταδιακά να επηρεαστεί από το περιβάλλον και να διαφοροποιηθεί.

Η αρνητική στάση προς τη διγλωσσία μπορεί να επιδράσει αρνητικά, ακόμα και στην αυτοεκτίμηση του παιδιού. Η υποτίμηση και η απόρριψη της μιας γλώσσας εισπράττεται από το παιδί ως υποτίμηση του γονέα που τη χρησιμοποιεί. Η αυτοεκτίμηση του μικρού παιδιού σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση που δέχεται ο γονιός του. «Αφού ο γονιός μου είναι σπουδαίος, είμαι κι εγώ σπουδαίο παιδί». Γι αυτό άλλωστε κάθε παιδί εξιδανικεύει τους γονείς του. Όταν λοιπόν κινητοποιηθεί ο μηχανισμός αυτός, όταν δηλαδή μέσα από την απόρριψη της μιας γλώσσας υποτιμάται ο ένας γονέας, το παιδί αναγκάζεται να αμυνθεί για να αποφύγει την έμμεση υποτίμησή του. Ένας τρόπος άμυνας είναι η «ταύτιση με τον επιτιθέμενο», στην περίπτωσή μας η ταύτιση με τον γονέα που απορρίπτει. Υιοθετεί τη στάση του και αρνείται να χρησιμοποιεί ή να μάθει τη γλώσσα του άλλου γονέα. Όλες αυτές οι διεργασίες λειτουργούν φυσικά σε ασυνείδητο επίπεδο.

Εκτός από τον παράγοντα περιβάλλον υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση των γονέων, όπως επισημαίνουν και οι σχετικές πρόσφατες έρευνες (Arnberg, Baker, Herberts, Φθενάκης κ.α.). Όσο πιο νέος, καλλιεργημένος, μορφωμένος, κοινωνικά καταξιωμένος, γνώστης ξένων γλωσσών είναι ο γονέας, τόσο πιο θετικός θα είναι απέναντι στη δίγλωσση ανατροφή. Το ίδιο ισχύει και γι αυτόν που προέρχεται από διεθνικό γάμο, έχει προσωπικές εμπειρίες με άλλη κουλτούρα και δίνει σημασία στη γνώση και καλλιέργεια μιας γλώσσας μητρικής ή άλλης.

Χωρίς να διαπιστώνονται μεγάλες διαφορές, οι έρευνες αυτές υποδεικνύουν επίσης ότι οι μητέρες έχουν θετικότερη στάση προς τη διγλωσσία. Το φαινόμενο αυτό εν μέρει τουλάχιστον οφείλεται και σε συναισθήματα υποχρέωσης ή ενοχής των μητέρων, καθότι συνήθως βρίσκονται και κουβεντιάζουν περισσότερες ώρες με τα παιδιά τους, απ' ό,τι οι πατέρες. Οι δε άντρες από την άλλη πλευρά φαίνεται να είναι πιο δεμένοι με τη μητρική τους γλώσσα, απ' ό,τι οι γυναίκες, με αποτέλεσμα οι γυναίκες-μητέρες να υποχωρούν κάποια στιγμή προς «όφελος» της γλώσσας του άντρα.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα είναι ένα αναπόσπαστο και πολύ σημαντικό κομμάτι της προσωπικότητας και του πολιτισμού μας. Η διγλωσσία, στην περίπτωση ενός διεθνικού γάμου, δε θεωρείται πλέον πηγή προβλημάτων για ένα παιδί. Η βασικότερη προϋπόθεση γι αυτό είναι η θετική στάση των γονέων και του περίγυρου απέναντι στην ξένη γλώσσα.

Διεθνικοί γάμοι στην Ελλάδα

Σχετικά στοιχεία έχουμε ελάχιστα στα χέρια μας, κι' αυτά στηρίζονται περισσότερο σε προφορικές μαρτυρίες παρά σε ερευνητικά δεδομένα. Μέχρι το 1984 κάθε γάμος Έλληνα υπηκόου με αλλοδαπή καταχωρούνταν ως ελληνικός γάμος, διότι η γυναίκα έπαιρνε αυτομάτως την ελληνική υπηκοότητα.

Από υπολογισμούς κυρίως ξένων θρησκευτικών κοινοτήτων, πολιτιστικών συλλόγων ή οργανώσεων, υπολογίζεται ότι μόνο στην περιοχή Αττικής ζουν περίπου 150.000 άτομα παντρεμένα με αλλοδαπούς. Σε περισσότερα από τα 2/3 των διεθνικών γάμων είναι η γυναίκα ξένη. 25-30.000 είναι ελληνοαγγλικά ή ελληνοαμερικανικά ζευγάρια, περίπου 20.000 ελληνογερμανικά και 15.000 ελληνογαλλικά. Στοιχεία από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από τον Τρίτο Κόσμο, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου.

Σε γενικές γραμμές η κοινωνία μας πιστεύεται ότι είναι ανεκτική ως θετική, όταν πρόκειται για ζευγάρια από την Ευρώπη. Η στάση αυτή αλλάζει, όταν πρόκειται για τσιγγάνους ή για άτομα από τον Τρίτο Κόσμο. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει και μια διαφοροποίηση της ελληνικής κοινωνίας εις βάρος συγκεκριμένων ξένων εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας και της εγκληματικότητας, που συνδυάζεται με την ραγδαία εισροή τους στη χώρα μας.

Για πολλά διεθνικά ζευγάρια το νομικό πλαίσιο και η γραφειοκρατία είναι οι κύριες πηγές σύγκρουσης με την κοινωνία, γεγονός που έχει βέβαια αντίκτυπο και στις σχέσεις του ζευγαριού. Περισσότερο πλήττονται τα ζευγάρια που η Ελληνίδα σύζυγος έχει ασταθές επάγγελμα ή είναι νοικοκυρά, και οι αλλοδαποί σύζυγοι αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας λόγω των νομικών ιδιαιτεροτήτων και διακρίσεων που υπάρχουν.

Από τις λίγες εργασίες που αναφέρονται στους διεθνικούς γάμους στην Ελλάδα (όπως είναι αυτές των Molvaer, Καλατζή-Αζίζη, Andrea Schulze Παπαντωνίου και Bacas ) προκύπτουν τα εξής:

Δυτικοευρωπαίες γυναίκες που είναι παντρεμένες με Έλληνες και ζουν στην Ελλάδα

  • Μεσοαστικό επαγγελματικό και μορφωτικό επίπεδο.
  • Ενδιαφέρον για τις διακρίσεις προς τους ξένους στη χώρα τους, πριν ακόμα γνωρίσουν τους συντρόφους τους.
  • Οι περισσότερες (ιδιαίτερα οι γερμανόφωνες γυναίκες) γνωρίζουν ικανοποιητικά την ελληνική γλώσσα.
  • Λίγες είναι αυτές που επιθυμούν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους.
  • Καλές σχέσεις με το περιβάλλον αλλά ελάχιστες φιλίες με Ελληνίδες.
  • Οι περισσότεροι Έλληνες σύζυγοι είχαν ζήσει ήδη αρκετό καιρό εκτός Ελλάδας.
  • Έλληνες γονείς αντιδρούν θετικά, αλλά υπάρχουν αρκετές συγκρούσεις με τα ελληνικά πεθερικά.
  • Κύρια πηγή συγκρούσεων αποτελεί η διαφορά της έννοιας του ρόλου των φύλων.

Σε μια έρευνα με γερμανόφωνες γυναίκες διαπιστώθηκε ότι οι Έλληνες σύζυγοι είχαν ψηλότερο επίπεδο μόρφωσης από το γενικό πληθυσμό και ότι πάνω από 70% των συζύγων του δείγματος ήταν μοναχοπαίδια ή πρωτότοκοι. Το φαινόμενο αυτό προφανώς θα οφείλεται στην προσωπικότητα των μοναχοπαιδιών ή πρωτότοκων αγοριών, τα οποία συνήθως γίνονται «ευαίσθητα», συγκρατημένα, τυπικά, εργατικά, με προβλήματα εξουσίας και αισθήματα αποξένωσης, χαρακτηριστικά που έχουν άμεση σχέση με τις αυξημένες προσδοκίες και απαιτήσεις που έχουν οι γονείς τους απ'αυτά. Είναι τα αγόρια που «σίγουρα» θα σπουδάσουν, θα μάθουν ξένες γλώσσες, θα είναι ανεξάρτητα και γενικότερα θα γίνουν «μεγάλοι άνθρωποι». Οι σπουδές στο εξωτερικό λοιπόν, αλλά και οι παράγοντες που έχουν σχέση με την προσωπικότητα, που αναφέραμε εδώ και τους μηχανισμούς που περιγράφηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, μπορούν να οδηγήσουν στην επιλογή ξένου συντρόφου.

Ως σημαντικά κίνητρα διεθνικού γάμου εντοπίστηκαν, στην έρευνα που αναφερόμαστε, η ύπαρξη ήδη διεθνικού τρόπου ζωής και οι σοβαρές αντιρρήσεις εκ μέρους των γονέων για την σύναψη του γάμου. Οι γυναίκες του δείγματος είχαν ψηλότερο βαθμό κατάθλιψης σε σύγκριση με τις γυναίκες του γενικού πληθυσμού στην Γερμανία. Ο βαθμός κατάθλιψης ήταν ψηλότερος στις γυναίκες με λιγότερα από τρία χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, στις γυναίκες που ήταν δυσαρεστημένες με την εργασιακή τους κατάσταση και σ'αυτές που είχαν έλλειψη ικανοποιητικών σχέσεων με το σύζυγο. Το ποσοστό διαζυγίων στα πρώτα τέσσερα χρόνια γάμου ξεπερνούσε το 30%. Σημαντικοί παράγοντες για το χωρισμό θεωρήθηκαν οι διαφορετικές αντιλήψεις των συζύγων σχετικά με τις εξωσυζυγικές σχέσεις, με την οικονομική εξάρτηση από τις πατρικές οικογένειες, με την περιοριστική ή ζηλότυπη συμπεριφορά του Έλληνα συζύγου, όπως επίσης και το μικρό χρονικό διάστημα από τη γνωριμία του ζευγαριού μέχρι το γάμο ή τη μετανάστευση. Όσον αφορά την αγωγή των παιδιών βρέθηκε μια υπεροχή των ελληνικών στοιχείων στα παιδιά (θρησκεία, γλώσσα). Τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει στην Ελλάδα ήταν στην πλειονότητά τους δίγλωσσα, ενώ αυτά που είχαν μεγαλώσει στην Γερμανία είχαν ελάχιστες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας.

Σε μια πολύ πρόσφατη εργασία της (1999) η Jutta Lauth Bacas, γερμανίδα εθνολόγος που ζει στην Ελλάδα με τον Έλληνα σύζυγό της, αναφέρεται στους γάμους μεταξύ Γερμανίδων γυναικών και Ελλήνων αντρών, που είχαν γνωριστεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια διακοπών.

Της απόφασης για γάμο και μετακόμισης στην Ελλάδα, γράφει η Lauth Bacas, προηγείται μια περίοδος «πήγαινε-έλα» μεταξύ των δύο χωρών. Οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη από τη μια πλευρά, οι τάσεις για ατομικοποίηση της πορείας της ζωής, ιδιαίτερα στην δυτική Ευρώπη, από την άλλη και οι δυνατότητα εργασίας χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο από πλευράς πολιτείας στην Ελλάδα, ευνοούν αυτό το «πέρα-δώθε», με αποτέλεσμα ο ένας σύντροφος να έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα τον άλλο, την οικογένεια και το περιβάλλον του, τον πολιτισμό του, όπως επίσης και να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες ή ανάγκες οικονομικού ή επαγγελματικού περιεχομένου. Η περίοδος αυτή διαρκεί πολλές φορές και χρόνια. Είναι αυτονόητο βέβαια ότι η «προεργασία» αυτή δε θα εξαφανίσει τα διάφορα προβλήματα ενός μικτού γάμου. Περισσότερο βοηθά στο να καταλήξει η σχέση σε γάμο ή καμιά φορά και στη διάλυση.

Ας σημειωθεί εδώ ότι οι γάμοι με γερμανόφωνες γυναίκες (Γερμανίδες, Αυστριακές, Ελβετίδες) που υπολογίζονται στις 60.000 σ'όλη την Ελλάδα παρουσιάζουν αρκετές κοινωνικοοικονομικές διαφορές. Στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα υπερισχύουν οι μικτοί γάμοι Ελλήνων εργατών, που μετά από αρκετά χρόνια δουλειάς στη Δυτική Ευρώπη επέστρεψαν στην Ελλάδα, ως οικογενειάρχες πλέον. Στην περιοχή Αττικής συναντάμε τους μεσοαστικούς γάμους, όπου οι σύντροφοι είχαν γνωριστεί κατά τη διάρκεια σπουδών Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό ή σε διακοπές. Το ποσοστό διεθνικών γάμων στα νησιά είναι σχετικά μικρό και συμπεριλαμβάνει και τις δύο ,κατηγορίες'.

Οι προσωπικές μου εμπειρίες συμφωνούν σε γενικές γραμμές με τις διαπιστώσεις αυτές. Το ότι δεν έχω συναντήσει την αυξημένη τάση για κατάθλιψη, που αναφέρεται πιο πάνω, προφανώς θα οφείλεται σε άλλους παράγοντες (μικρό δείγμα, σχετικά ψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο).

Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ελάχιστα έχει ερευνηθεί ακόμα είναι, κατά την άποψή μου, εκείνες οι πλευρές της ταυτότητας των παιδιών που σχετίζονται με το διεθνικό γάμο. Το ερώτημα «ποιος είμαι, τι είμαι και πού ανήκω» απασχολεί κατά διαστήματα κάθε παιδί και σχετίζεται άμεσα με τη σιγουριά που αισθάνεται μέσα στην οικογένειά του. Το παιδί από μικτό γάμο αντιμετωπίζει και κάτι επιπλέον. Οι ρίζες του ενός γονέα (καμιά φορά και των δύο) βρίσκονται σε άλλη χώρα. Στις διεργασίες ταύτισης με τους γονείς αναγκάζεται να συμπεριλάβει κι αυτή την ιδιαιτερότητά τους..

Οι σχέσεις των γονέων μεταξύ τους και με το παιδί, όπως επίσης και οι σχέσεις τους με τη δική τους εθνική ταυτότητα και με το περιβάλλον θα καθορίσουν της αντίστοιχες πλευρές της ταυτότητας του παιδιού. Ένα παιδί που μεγαλώνει στην Αυστρία για παράδειγμα θα νιώσει πολύ περισσότερο Αυστριακός παρά Έλληνας, ενώ αν μεγαλώσει στην Ελλάδα θα συμβεί το αντίθετο. Από την άλλη πλευρά, μια αυταρχική και «φανατική» ξένη μητέρα, που ζει στην Ελλάδα και καλλιεργεί σχέσεις μόνο με άτομα από τη χώρα της και στέλνει το παιδί της ακόμα κι από το νηπιαγωγείο σε ξένες σχολές, θα επηρεάσει ανάλογα την εθνική του ταυτότητα. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως ο Έλληνας πατέρας είναι ουσιαστικά «απών».

Παιδιά από γονείς που δεν είναι στενά δεμένοι με την κουλτούρα τους, είναι σχετικά μορφωμένοι και καλλιεργημένοι, και έχουν ενώσει τις αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς και των δύο πολιτισμών (μορφή "mixing" του εναλλακτικού συμβιβασμού) φαίνεται να αναπτύσσουν μια νέα ταυτότητα, την ταυτότητα του να είσαι παιδί από μικτό γάμο και να υπερηφανεύεσαι γι αυτό. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης χρήζουν περαιτέρω μελέτης και έρευνας.

Διεθνικά ζευγάρια επαναπατρισθέντων πολιτικών προσφύγων

Περίπου το 30% των επαναπατρισθέντων προσφύγων βρίσκονται σε μικτό γάμο, όπου στην πλειονότητά τους το αλλοδαπό μέλος είναι γυναίκα από κάποια από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Σε μια έρευνα της Molvaer (1985) με τη βοήθεια στοιχείων από το ΚΨΥ -Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής-Αθηνών διαπιστώθηκε στα άτομα αυτά ένα ιδιαίτερα ψηλό μορφωτικό επίπεδο (απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν πάνω από 80%). Το φαινόμενο αυτό οδηγεί σε μεγάλο ποσοστό ανεργίας με τις γνωστές επιπτώσεις.

Ένας άλλος παράγοντας που εμποδίζει την ενσωμάτωση και τη δημιουργία στενότερων επαφών με τα μέλη της κοινότητας μέσα στην οποία ζουν τώρα, αποτελεί η διαφορετική έννοια της ισότητας των δύο φύλων. Ο ιδιαίτερος προσανατολισμός της ισότητας είχε εμπεδωθεί νομοθετικά και κοινωνικά στις χώρες προέλευσης των ατόμων αυτών, πράγμα που τα αναγκάζει να απομονώνονται.

Γενικές παρατηρήσεις

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο διεθνικός γάμος αποτελεί ακόμα μια εξαίρεση και τα άτομα που σπάνε τους κανόνες της ενδογαμίας έχουν να αντιμετωπίσουν πολλαπλά προβλήματα, ανάλογα με τον τόπο διαμονής και την αντίστοιχη κοινωνική αξιολόγηση. Οι ενδογαμικοί κανόνες στηρίζουν το «status quo», τα εθνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, την παράδοση, τη συνέχεια της ομάδας και τη σταθερότητα του κοινωνικού συνόλου, άρα και την έννοια του Κράτους με την ύπαρξη και προστασία των συνόρων.

Παρόλα αυτά το ποσοστό των διεθνικών γάμων αυξάνει διεθνώς. Παράγοντες που ευνοούν την τάση αυτή στη χώρα μας είναι η μεγάλη χρονική διάρκεια σπουδών ή εργασίας στο εξωτερικό, η μετανάστευση, ο τουρισμός και ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης η κοινωνική άνοδος και η αναγνώριση μέσω του γάμου παίζουν και στο μικτό γάμο σημαντικό ρόλο.

Στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν υπάρχουν ακόμη ιδιαίτερα προβλήματα σχετικά με το διεθνικό γάμο, τουλάχιστον όσον αφορά στις νομικές διακρίσεις. Αρνητική όμως επίδραση στις σχέσεις έχει η αξιολόγηση του ρόλου τις γυναίκας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συχνές συγκρούσεις με τον Έλληνα σύζυγο ή τους συγγενείς ή και να απορρίπτεται η Ελληνίδα γενικότερα από την ξένη γυναίκα (πολλές φορές βέβαια και το αντίστροφο).

Τα φαινόμενα αυτά δυσκολεύουν την ενσωμάτωση και σε μερικές περιπτώσεις οδηγούν σε γκετοποίηση και απόρριψη της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν και δυσκολίες επαγγελματικής αποκατάστασης. Σ'αυτό συμβάλλει βέβαια και η αυξανόμενη αρνητική στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους ξένους.

Η αναμενόμενη αποσταθεροποίηση της ψυχοσωματικής ισορροπίας εξαιτίας της πολιτισμικής σύγκρουσης που δημιουργείται κατά το πέρασμα από το γνωστό σύστημα αξιών σε ένα καινούριο, μπορεί στις περιπτώσεις αυτές να οδηγήσει στην εμφάνιση ψυχοσωματικών διαταραχών ή σε κατάθλιψη.

Επίλογος

Είναι τελικά οι διεθνικοί γάμοι πιο προβληματικοί από τους ομοεθνικούς γάμους; Στηριζόμενοι στις γνώσεις και εμπειρίες που έχουμε για την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του ατόμου γενικότερα, τις ενδοψυχικές συγκρούσεις, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τα κοινωνικά, ομαδικά και οικογενειακά φαινόμενα και συγκρίνοντας όλα αυτά με τα συμπεράσματα σχετικών ερευνών, μπορούμε συνοπτικά να πούμε τα εξής:

Γενικά τα προβλήματα γάμου των διεθνικών ζευγαριών είναι όμοια με άλλων ζευγαριών, αλλά το διεθνικό ζευγάρι αποτελεί «ομάδα υψηλού κινδύνου», ειδικά λόγω της διαφορετικής πολιτισμικής καταβολής. Η επιλογή ενός ξένου συντρόφου δεν υποδηλώνει μεγαλύτερη ψυχοπαθολογία, όσο κι αν η επιλογή αυτή μπορεί να γίνεται αφορμή για τα διάφορα ή και επιπλέον προβλήματα που αναφέρθηκαν. Τα πραγματικά αίτια συγκρούσεων εντοπίζονται κυρίως στην προσωπικότητα του κάθε συντρόφου και θα εκδηλώνονταν και σε διαφορετικές μορφές σχέσης, ξεκινώντας ίσως από άλλες αφορμές.

Ωστόσο, οι προβληματικές καταστάσεις που σχετίζονται άμεσα με το διεθνικό γάμο είναι ποικίλες και πολλαπλές, και μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως «αντικείμενο προβολής» ή να κινητοποιήσουν άλλες προσωπικές ευαισθησίες ή άμυνες. Μια διεθνική σχέση λοιπόν χρειάζεται αρκετή ωριμότητα, πλήρη συνείδηση των πολιτισμικών διαφορών και ικανότητα 'ανοιχτής' και ισότιμης επικοινωνίας. Έτσι δε θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να αποτύχει από μια άλλη μη διεθνική σχέση και παράλληλα θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για μια ομαλή ανάπτυξη των παιδιών που πιθανώς θα ακολουθήσουν.

Οι επιδράσεις ενός διεθνικού γάμου πάνω στα παιδιά, εκτός της διγλωσσικής ανατροφής, δεν έχει ερευνηθεί ακόμα ικανοποιητικά. Η προσωπικότητα των ενήλικων γονέων όταν αποφασίζουν να παντρευτούν έχει ήδη διαμορφωθεί, ενώ αυτή των παιδιών θα διαμορφωθεί μέσα στη διεθνική οικογένεια. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το παιδί θα έχει οπωσδήποτε προβλήματα ταυτότητας ή διαταραγμένη προσωπικότητα γενικότερα, επειδή οι γονείς του ανήκουν σε «ομάδα υψηλού κινδύνου». Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες ίσως μάλιστα βρεθεί σε καλύτερη «μοίρα», απ'ό,τι οι ίδιοι οι γονείς του. Ένας σχετικά υγιής διεθνικός γάμος μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες που θα εμπλουτίσουν την προσωπικότητα του παιδιού σε πολλά επίπεδα.

«Η αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο πολιτιστικά συστήματα μπορεί να βιωθεί ως προσωπικός εμπλουτισμός, άνοιγμα του ορίζοντα και των προοπτικών»: γράφει η Αναστασία Καλατζή-Αζίζι σε μια πρόσφατή της εργασία (1995). «Ο διεθνικός γάμος δίνει την ευκαιρία να απελευθερωθεί κανείς από τους καταναγκασμούς του δικού του πολιτισμού και να δημιουργήσει κάτι καινούριο, να αναπτύξει την ικανότητα κατανόησης και να γίνει πιο αυθόρμητος, πιο συναισθηματικός και πιο ανθρώπινος, όχι μόνο προς τον ξένο σύζυγο αλλά και προς όλους τους ανθρώπους».