Εξαιτίας των προκαταλήψεων που συνεχίζουν να υπάρχουν ενάντια στην ψυχιατρική και την ψυχολογία, η ενημέρωση του ευρύτερου κοινού πάνω σε θέματα ή έννοιες που αφορούν στις επιστήμες αυτές είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ακόμα και το μάθημα ψυχολογίας, που ούτως ή άλλως διδάσκονταν μία χρονιά μόνο στο λύκειο, εδώ και μερικά χρόνια έχει μπει στα «αζήτητα». Προσωπικά, πιστεύω ότι το μάθημα αυτό θα έπρεπε να διδάσκεται καθ'όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης, ενόσω, όλοι μας, ανά πάσα στιγμή, κάτι αισθανόμαστε και κάπως συμπεριφερόμαστε. Η επιστήμη που ασχολείται διεξοδικά με τα συναισθήματα και, γενικότερα, με την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η ψυχολογία.

Αναφέρω, λοιπόν, αλφαβητικά, μερικές βασικές έννοιες που θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των κειμένων αλλά και όρων που συχνά χρησιμοποιούμε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο:

Άγχος:

Δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση ως απάντηση / αντίδραση σε αναμενόμενο κίνδυνο/απειλή. Σε αντιπαράθεση με το φόβο, στο άγχος ο κίνδυνος δεν είναι πραγματικός, αλλά έχει ενδοψυχική προέλευση (π.χ. ασυνείδητη σύγκρουση, ενοχή, κατάρρευση κλπ.).
Αμυντικός μηχανισμός: Ασυνείδητη ενδοψυχική διεργασία που δρα για να ανακουφίσει τη σύγκρουση και το άγχος που προέρχονται από τις ενορμήσεις του ατόμου. (Στους αμυντικούς μηχανισμούς, όπως είναι η άρνηση, η μετάθεση, η εξιδανίκευση, η προβολή, η εκλογίκευση, η απώθηση κλπ. θα ανεφερθώ σε ειδικό κεφάλαιο).
Αμφιθυμία: Κατάσταση κατά την οποία το άτομο αισθάνεται παράλληλα αντιφατικά συναισθήματα και ορμές για το ίδιο αντικείμενο. Συνήθως η αμφιθυμία αφορά στη συνύπαρξη αγάπης και μίσους.
Ανάγκη για τιμωρία: Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, σε ασυνείδητο επίπεδο, αισθάνεται ότι πρέπει να τιμωρηθεί ως αποτέλεσμα της τάσης του να αυτοενοχοποιείται ακόμη και σε καταστάσεις που, φυσιολογικά, δε θα δημιουργούσαν ενοχή. Ως εκ τούτου, η τιμωρία λειτουργεί ανακουφιστικά προς το άτομο που αισθάνεται ενοχή.
Αντιμεταβίβαση: Ψυχαναλυτική έννοια που αφορά στην ασυνείδητη συναισθηματική αντίδραση του αναλυτή προς τον αναλυόμενό του. Μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό θεραπευτικό εργαλείο στην περίπτωση που ο θεραπευτής εντοπίσει τα αντιμεταβιβαστικά του συναισθήματα και τα  χρησιμοποιήσει ως μέσο για την εξερεύνηση του ασυνειδήτου του ασθενούς του.
Απώθηση: Μηχανισμός άμυνας, κατά τον οποίο το Εγώ «στέλνει» στο ασυνείδητο ενορμήσεις και σκέψεις που θεωρεί απαγορευμένες ή/και προκαλούν ωδύνη. Αυτό, βέβαια, δε σημαινει ότι το απωθημένο υλικό καταστρέφεται ή διαγράφεται. Αντίθετα, παραμένει ενεργό στο ασυνείδητο και αδιάκοπα πιέζει να γίνει συνειδητό, με αποτέλεσμα να προκαλεί στο άτομο έντονη δυσφορία.
Ασυνείδητο: Eίναι εκείνες οι ψυχικές λειτουργίες που δε γίνονται συνειδητά αντιληπτές. Συναισθηματικές καταστάσεις κι εμπειρίες που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ή να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας σε επίπεδο συνειδητό, απωθούνται. Το υλικό όμως που έχει απωθηθεί και δεν είναι συνειδητό, δεν εξαφανίζεται αλλά εμφανίζεται έμμεσα δια μέσου των ονείρων, των ψυχογενών συμπτωμάτων των μηχανισμών άμυνας και άλλων εν μέρη δυσνόητων καταστάσεων και συμπεριφορών.
Παράδειγμα: Όταν ένα παιδί βλέπει στο όνειρό του ότι πήγαν τον μικρό αδελφό του στο γιατρό και του έβγαλαν το δόντι (ή ότι ο αδελφός του έπεσε από το ποδήλατο κι έσπασε το πόδι του), αυτό προφανώς σημαίνει ότι υπάρχουν επιθετικά συναισθήματα προς τον αδελφό αυτό, τα οποία δε γίνονται αποδεκτά (υποτίθεται ότι τα αδέλφια δεν πρέπει να μισούνται) και απωθούνται. Έμμεσα εμφανίζονται στο όνειρο. Κάποιος που πλένει κάθε τόσο τα χέρια του (πολλές φορές μάλιστα και με οινόπνευμα) προσπαθεί σε συνειδητό επίπεδο να προφυλαχθεί από τα μικρόβια, στην ουσία όμως, σε ασυνείδητο επίπεδο, προσπαθεί να απαλλαγεί από τις ενοχές του.
Déjà vu: Γαλλικός όρος που στα ελληνικά μεταφράζεται ως ήδη ειδωμένο. Ο ελληνικός όρος είναι παραμνησία και αφορά στην αίσθηση του ατόμου ότι μία εμπειρία ή στιγμή που βιώνει στο παρόν, την έχει ξαναβιώσει αυτούσια στο παρελθόν, χωρίς, ωστόσο να είναι σε θέση να προσδιορίσει πότε και υπό ποιες συνθήκες. Επιστημονικά, το φαινόμενο έχει αποδοθεί σε διάφορες αιτίες όπως η πιθανότητα μνημονικής δυσλειτουργίας, ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει διατυπωθεί κάποια απόλυτα τεκμηριωμένη εξήγηση.
Δευτερογενές όφελος: Κατάσταση κατά την οποία το άτομο αποκομίζει κέρδος (π.χ. πρόσληψη ενδιαφέροντος και φροντίδας, απαλλαγή από υποχρεώσεις κ.α.) όταν βιώνει παγιωμένες δυσμενείς καταστάσεις, όπως η ψυχική ή σωματική ασθένεια. Το αναφερόμενο κέρδος αποκαλείται δευτερογενές επειδή προκαλείται δευτερογενώς, ως αποτέλεσμα της ασθένειας του ατόμου και είναι ασυνείδητο. Συχνά, μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην κινητοποίηση του ατόμου για θεραπεία, με αποτέλεσμα να το εγκλωβίσει στην ασθένειά του.
Ενόρμηση: Βασική ανάγκη ή τάση. Ένστικτο με ψυχική αναπαράσταση. Ενώ το ένστικτο ορίζεται ως βασική έμφυτη ορμή. Στον άνθρωπο είναι αρκετά δύσκολη η διαφοροποίηση μεταξύ ενόρμησης και ενστίκτου (π.χ. η σεξουαλικότητα και η επιθετικότητα θεωρούνται πιο κοντά στην έννοια του ενστίκτου).
Διανοητικοποίηση: Ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός στον οποίο χρησιμοποιείται η λογική σε μια προσπάθεια του ατόμου να αποφύγει να έρθει αντιμέτωπο με ασυνείδητες συγκρούσεις και το άγχος που συνεπάγονται.
Διαστροφή: Οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικής συμπεριφοράς ενηλίκου, η οποία δεν έχει ως πρωταρχικό στόχο την ετεροφυλόφιλη συνουσία (ηδονοβλεψία, παρενδυσία, φετιχισμός, επιδειξιμανία κ.α.). Κατά την ψυχαναλυτική σκέψη, η διαστροφή λειτουργεί ως άμυνα, η οποία επιτρέπει στο άτομο να ελέγξει ή να αποφύγει το άγχος, η πηγή του οποίου ποικίλλει ανάλογα με το είδος της διαστροφής.
Διαταραχές Προσωπικότητας:  Σύνολο διαταραχών που χαρακτηρίζονται από τη δυσκολία του ατόμου να διαχειριστεί το άγχος που προκαλείται από τις ενδοψυχικές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές που επιφέρουν προβλήματα στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, το άτομο με διαταραχή προσωπικότητας δεν έχει επίγνωση της κατάστασής του, με αποτέλεσμα να προβάλλει στους άλλους τις δικές του δυσκολίες και να θεωρεί ότι οι άλλοι ευθύνονται για ό, τι αρνητικό συμβαίνει.
Εγώ:  Ψυχαναλυτική έννοια που αναφέρεται σε ένα από τα τρία τμήματα του ψυχισμού (Εγώ, Εκείνο, Υπερεγώ), όπως αυτά διατυπώθηκαν από τον Freud, στο πλαίσιο της δεύτερης τοπικής θεωρίας του.
Το Εγώ αφορά στη λογική, τη συνείδηση, την πραγματικότητα. Δεν είναι εγγενές αλλά αποκτάται μέσα από την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον του και λειτουργεί ως εξισορροπητής μεταξύ του «θέλω» και του «πρέπει» (τα οποία εκπροσωπούνται από το Εκείνο και το Υπερεγώ αντίστοιχα).
Εναισθησία/ενόραση: Συνειδητή αναγνώριση από το άτομο της ψυχολογικής κατάστασής του. Πιο ειδικά αναφέρεται στη συνειδητή αναγνώριση και κατανόηση από το άτομο της προέλευσης, της φύσης και των μηχανισμών (ψυχοδυναμικών κλπ.) της στάσης του και των συμπτωμάτων της δυσπροσαρμοστικής συμπεριφοράς του. Είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση στην προσπάθεια για αλλαγή στην προσωπικότητα και συμπεριφορά του ατόμου. Η διανοητική εναισθησία (intellectual insight) αναφέρεται στην επίγνωση της πραγματικότητας μιας κατάστασης χωρίς, την ικανότητα να χρησιμοποιήσει το άτομο με επιτυχία αυτή τη γνώση για να πραγματοποιήσει μια προσαρμοστική αλλαγή στη συμπεριφορά. Η συναισθηματική εναισθησία (emotional insight) αναφέρεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο κατανόησης, συναίσθησης και επίγνωσης, που είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε θετικές αλλαγές στην προσωπικότητα και συμπεριφορά.
Ενδοβολή: Η ασυνείδητη συμβολική εσωτερικοποίηση κάποιας ψυχικής αναπαράστασης ενός αγαπητού ή μισητού εξωτερικού αντικειμένου με σκοπό να εγκατασταθεί εσωτερικά σταθερή παρουσία του αντικειμένου. Το αντίθετο της προβολής (projection). Πρόκειται για τον ασυνείδητο αμυντικό μηχανισμό, ο οποίος, στα πρώτα χρόνια της ζωής, μαζί με την προβολή, διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη του εγώ ή εαυτού του ατόμου. Στην περίπτωση του αγαπητού αντικειμένου, το άγχος από τον αποχωρισμό ή η τάση που ξεκινά από την αμφιθυμία προς το αντικείμενο ελαττώνεται. Στην περίπτωση του φοβούμενου ή μισητού αντικειμένου, η εσωτερικοποίηση των κακών ή επιθετικών χαρακτηριστικών του βοηθά να αποφευχθεί το άγχος τοποθετώντας συμβολικά αυτά τα χαρακτηριστικά κάτω από τον έλεγχο του ατόμου.
Ενδοψυχική σύγκρουση: Κατάσταση τάσης που ξεκινά από τη σύγκρουση δύο ή περισσοτέρων ασυμβίβαστων ή αντίθετων δυνάμεων -π.χ. επιθυμιών, αναγκών, κινήτρων, σκέψεων- μέσα στο άτομο.
Ένστικτο: Βασική έμφυτη ορμή. Ο Freud πρότεινε την ύπαρξη δύο αντιθετικών πρωτογενών ενστίκτων: το ένστικτο της ζωής (Έρως) (life instinct- Eros) και το ένστικτο θανάτου (θάνατος) (death instinct-Thanatos). Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπινων ενστίκτων έχει επίσης προταθεί, όπως ένστικτο της αυτοδιαφύλαξης (αυτο-διατήρησης), σεξουαλικό ένστικτο, επιθετικό ένστικτο, ένστικτα του εγώ, κυριαρχικό ένστικτο, κοινωνικό ή ένστικτο αγέλης κ.α. Ο όρος έγινε αμφιλεγόμενος και αμφισβητήσιμος στην εφαρμογή του για την ανθρώπινη συμπεριφορά εξαιτίας της ενοχοποίησής του για κάποια σταθερή, ουσιαστικά αμετάβλητη, κατ'εξοχήν κληρονομική απάντηση ή ψυχική τάση που δεν περιλαμβάνει μάθηση ή αιτία. Είναι εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατο, να αποδειχθεί πειστικά ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα είναι στην ουσία ενστικτική. Πολλοί μοντέρνοι ψυχαναλυτές προτιμούν τον όρο ενόρμηση (drive) για αυτό που ο Freud ονόμαζε ένστικτο.
Ενσυναίσθηση: Ικανότητα να μπαίνει κανείς στη θέση του άλλου, χωρίς να ταυτίζεται με αυτόν τον άλλο.
Ενσωμάτωση: Ένας αρχέγονος ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός, στον οποίο η ψυχική αναπαράσταση κάποιου ατόμου ή τμημάτων κάποιου ατόμου αφομοιώνεται μέσα στον εαυτό μέσα από μια διεργασία συμβολικής στοματικής πρόσληψης. Αναπαριστά ειδικό τύπο ενδοβολής και είναι ο πιο πρώιμος μηχανισμός ταυτοποίησης.
Ερμηνεία: Η διεργασία με την οποία ο θεραπευτής οδηγεί τον ασθενή να αντιληφθεί και να κατανοήσει κάποια πλευρά των προβλημάτων του, της συμπεριφοράς του ή των ενδοψυχικών του διεργασιών (αντιστάσεις, άμυνες, μεταβιβάσεις και άλλες συμβολικές δραστηριότητες, όπως όνειρα και φαντασίες).
Λανθάνουσα περίοδος: Φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ατόμου, η οποία ξεκινά μετά τη φάση του οιδιποδείου (δηλαδή στο 5ο-6ο έτος ζωής) και τελειώνει πριν την έναρξη της εφηβείας (δηλαδή στην ηλικία των 11-13 περίπου ετών). Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η αποσεξουαλικοποίηση, δηλαδή η προσωρινή παύση των σεξουαλικών συμπεριφορών, η απώθηση των οιδιποδειακών επιθυμιών της προηγούμενης περιόδου (εξ ου και ο χαρακτηρισμός λανθάνουσα) και η ενασχόληση με δραστηριότητες που προωθούν τη νοητική ανάπτυξη, την τοποθέτηση στόχων, την κοινωνικοποίηση και άλλες ικανότητες.
Libido: Στην ψυχαναλυτική θεωρία, πρόκειται για την ψυχική ενέργεια, η οποία συνδέεται με τη σεξουαλική ενόρμηση ή το ένστικτο της ζωής. (Ο όρος «σεξουαλικός» εδώ χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει την αναζήτηση ευχαρίστησης και αντικειμένου αγάπης). Σε ελεύθερη χρήση, σημαίνει ερωτική διάθεση.
Μαζοχισμός: α) Σεξουαλική διαστροφή, κατά την οποία το άτομο αισθάνεται σεξουαλική ηδονή από την υποβολή του σε συνθήκες που του προκαλούν σωματικό πόνο.
β) Χαρακτηρολογικό στοιχείο που αφορά στην υποβολή του εαυτού σε καταστάσεις εξευτελισμού και ωδύνης.
Μεταβατικό αντικείμενο: Υλικό αντικείμενο, όπως μία κούκλα ή ένα μαξιλάρι, μεταξύ άλλων, στο οποίο προσκολλάται το βρέφος και θελει να κουβαλά πάντα μαζί του, ειδικότερα όταν αισθάνεται απειλή. Το μεταβατικό αντικείμενο, με τη μυρωδιά του, την αφή του, την αίσθηση που προκαλεί, λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ του βρέφους και της μητέρας του (ή του ατόμου που το φροντίζει) και έχει καθησυχαστική δράση στην περίπτωση που το βρέφος βιώσει κάτι που του προκαλεί αναστάτωση, όπως π.χ. ο αποχωρισμός του από τη μητέρα όταν έρχεται η ώρα του ύπνου.
Η σημασία του μεταβατικού αντικειμένου στη συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού είναι μεγάλη, καθώς, σταδιακά, βοηθάει στο πέρασμα από την πλήρη εξάρτηση από τη μητέρα σε μια πιο ώριμη φάση, όπου το παιδί εσωτερικεύει την ανακουφιστική λειτουργία του μεταβατικού αντικειμένου και μαθαίνει πλέον να καθησυχάζεται μόνο του όταν βιώνει αγχογόνες καταστάσεις.
Μεταβίβαση: Ασυνείδητη τάση του ατόμου να μεταφέρει στους άλλους του παρόντος και άμεσου περιβάλλοντος εκείνα τα συναισθήματα και τις στάσεις που αρχικά συνδέθηκαν με σημαντικές μορφές της πρώιμης ζωής του (γονείς, αδέλφια κλπ.). Είναι μια θεμελιώδης διεργασία στην ψυχανάλυση και την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, στην οποία ο άρρωστος, συνήθως, ταυτοποιεί το θεραπευτή με ένα γονιό ή άλλη μορφή. Η μεταβίβαση μπορεί να είναι αρνητική (εχθρική) ή θετική (αγάπη). Η ανάλυση των μεταβιβαστικών φαινομένων χρησιμοποιείται ως σημαντικό θεραπευτικό εργαλείο τόσο στην ατομική όσο και στην ομαδική ψυχοθεραπεία για να βοηθήσει τον άρρωστο στην καλύτερη κατανόηση και απόκτηση ευαισθησίας ως προς τη συμπεριφορά του και την προέλευσή της.
Μετατροπή: Σωματοποίηση των ανεπίλυτων ενδοψυχικών συγκρούσεων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη δημιουργία σωματικών συμπτωμάτων (όπως άλγη, γαστρεντερικές διαταραχές και σεξουαλικές δυσλειτουργίες, μεταξύ άλλων), τα οποία δεν παρέχουν ολοκληρωμένη κλινική εικόνα ώστε να εξηγηθούν ιατρικά, αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα ασυνείδητων ψυχικών συγκρούσεων.
Ναρκισσισμός: Αγάπη για τον εαυτό. Η λέξη προέρχεται από τον Νάρκισσο, πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που ερωτεύτηκε το είδωλο της μορφής του. Στην ψυχαναλυτική θεωρία υποδιαιρείται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Ο πρωτογενής ναρκισσισμός αναφέρεται στην αρχική βρεφική φάση της ανάπτυξης των σχέσεων με το αντικείμενο, όταν το παιδί δεν έχει διαφοροποιήσει τον εαυτό του από τον εξωτερικό κόσμο. Όλες τις πηγές ευχαρίστησης τις θεωρεί, με μη ρεαλιστικό τρόπο, ότι προέρχονται από μέσα του, δίνοντάς του μια ψευδή αίσθηση παντοδυναμίας. Ο δευτερογενής ναρκισσισμός προκύπτει όταν η libido, που προηγουμένως έχει επενδυθεί σε εξωτερικά αντικείμενα αγάπης, κατευθύνεται και πάλι στον εαυτό. Κάποιου βαθμού ναρκισσισμός είναι φυσιολογικός. Υπερβολικός όμως ναρκισσισμός παρεμποδίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις, είτε εμφανίζεται υπό τη μορφή διαταραχής της προσωπικότητας, είτε ψύχωσης. Η ναρκισσιστική προσωπικότητα περιγράφεται σε ειδικό κεφάλαιο.
Nευρολόγος: Ιατρός ειδικευμένος στις παθήσεις του νευρικού συστήματος.
Σημαντική παρατήρηση:
Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι νευρικός ή ότι «έχει τα νεύρα του» δε σημαίνει ότι έχει κάποια νευρολογική πάθηση. Αν θελήσει να επισκεφτεί κάποιον ειδικό, αυτός θα πρέπει να είναι ψυχίατρος ή ψυχολόγος (αν είναι και ψυχοθεραπευτής ακόμη καλύτερα). Ο νευρολόγος ασχολείται με τα πραγματικά νεύρα (νευρώνες), διαταραχές των οποίων οδηγούν σε διάφορα συμπτώματα ή παθήσεις. Εγκεφαλικές κακώσεις, το λεγόμενο εγκεφαλικό επεισόδιο, καλοήθεις ή κακοήθεις όγκοι, πονοκέφαλοι με οργανικό υπόστρωμα, επιληψία, ατροφία του εγκεφάλου, σύνδρομο parkinson, διαταραχές όρασης ή ακοής που σχετίζονται με τα αντίστοιχα νεύρα (οπτικό, ακουστικό νεύρο), μετατραυματικές καταστάσεις (κώμα, αφασία, επιληψία, πάρεση, αμνησία κ.α.), διάφορα «σύνδρομα» του εγκεφάλου και της περιφέρειας (συνήθως των άκρων) κ.α. αποτελούν αντικείμενο της νευρολογίας/του νευρολόγου. Έχουν οργανική βάση.
 Νεύρωση: Είδος ψυχικής διαταραχής, κατά την οποία το άτομο αισθάνεται έντονο άγχος και δυσφορία που προέρχονται από ασυνείδητες ενδοψυχικές συγκρούσεις. Η δυσάρεστη ενδοψυχική διέγερση που δημιουργείται μπορεί να εμφανιστεί με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. με την εμφάνιση ψυχωσωματικών συμπτωμάτων, μεταξύ άλλων Το άτομο έχει επίγνωση της κατάστασής του, επιθυμεί να απαλλαγεί από την ένταση που αισθάνεται και δεν παρουσιάζει έκπτωση στην επαφή του με την πραγματικότητα (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των ψυχώσεων).
Οιδιπόδειο σύμπλεγμα: Το σύνολο των ασυνείδητων ιδεών που αφορούν στην (επίσης ασυνείδητη) επιθυμία του ατόμου για το γονέα του αντίθετου φύλου και την αντίστοιχη επιθυμία αφανισμού του γονέα του ίδιου φύλου (δηλαδή το αγόρι επιθυμεί τη μητέρα και μισεί τον πατέρα / το κορίτσι επιθυμεί τον πατέρα και μισεί τη μητέρα). Το οιδιπόδειο πρωτοεμφανίζεται κατά την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου στην ηλικία μεταξύ τριών-πέντε ετών.
Ομαδική ψυχοθεραπεία: Εφαρμογή ψυχοθεραπευτικών τεχνικών σε ομάδα ατόμων που χρησιμοποιεί τις διαντιδράσεις μεταξύ των μελών για να επιφέρει βελτιώσεις και αλλαγές στη συμπεριφορά και τα προβλήματα των μελών.
Όνειρο:  Ψυχική διεργασία που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια του ύπνου και περιλαμβάνει φαντασιωτικές εικόνες ή γεγονότα. Κατά την ψυχαναλυτική σκέψη, ό, τι απεικονίζεται στα όνειρα έχει συμβολικό χαρακτήρα και αποτελεί διαστρευλωμένη ή κωδικοποιημένη έκφραση βαθύτερων επιθυμιών, τάσεων, ενορμήσεων, φόβων και άλλων προϊόντων του ψυχισμού του ατόμου.
Παραισθήσεις/Ψευδαισθήσεις:

Παραισθήσεις: Αφορούν στη διαστρευλωμένη αντίληψη κάποιου ήδη υπάρχοντος ερεθίσματος (π.χ. ακούω κάποιον να κλαίει, ενώ στην πραγματικότητα θροϊζουν τα φύλλα των δέντρων)

Ψευδαισθήσεις: Αφορούν στην αντίληψη κάποιου πράγματος, προσώπου ή κατάστασης, η οποία δεν υπάρχει στην πραγματικότητα (π.χ. βλέπω μορφές ανθρώπων να περπατούν ενώ δεν υπάρχει κανείς ή ακούω κάποιον να μου

μιλάει ενώ δεν ακούγεται τίποτα).

Τόσο οι παραισθήσεις όσο και οι ψευδαισθήσεις, αφορούν, επομένως, σε διαταραχή της αντίληψης και ενδέχεται να αφορούν σε όλες τις αισθήσεις, δηλαδή μπορεί να είναι οπτικές, ακουστικές, απτικές κ.ο.κ.
Παραλήρημα:  Ψυχοπαθολογική έκφραση κατά την οποία το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση σύχγυσης και ταλαιπωρείται από έμμονες σκέψεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αδυναμία συγκέντρωσης ή και παραισθήσεις/ψευδαισθήσεις.
Προβολή:  Μηχανισμός άμυνας που αφορά στην κατάσταση, κατά την οποία το άτομο αποδίδει τα απαγορευμένα συναισθήματα, σκέψεις ή ενορμήσεις του σε κάποιον άλλο, με αποτέλεσμα να τα αντιλαμβάνεται -λανθασμένα- ως στοιχεία αυτού του άλλου και όχι ως στοιχεία του εαυτού του. (Π.χ. «ο Σ. με αντιπαθεί» ενώ στην ουσία «εγώ τον αντιπαθώ».)
Προσωπικότητα: Ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο ένα άτομο σκέφτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται. Αναπτύσσεται σταδιακά, συνειδητά και ασυνείδητα ως τρόπος ύπαρξης στην προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον.Με άλλα λόγια, προσωπικότητα = χαρακτήρας + επιπλέον ιδιότητες, όπως είναι οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι ιδεολογίες, αλλά και η ικανότητα/δυνατότητα προσαρμογής και αντιμετώπισης νέων συνθηκών ή καταστάσεων κλπ.
Πρωταρχική σκηνή: Μία από τις πρωταρχικές φαντασιώσεις του παιδιού, η οποία αφορά στη συνουσία των γονέων του. Το παιδί είτε έχει -κατά λάθος- υπάρξει μάρτυρας στη συνουσία είτε τη φαντασιώνεται με τη βοήθεια επί μέρους στοιχείων που αντλεί από την πραγματικότητα, όπως το ενδεχόμενο άκουσμα των γονιών του όταν συνευρίσκονται ερωτικά. Στην πληθώρα των περιπτώσεων, το παιδί αντιλαμβάνεται τη σκηνή ως βίαιη επίθεση του πατέρα προς τη μητέρα.
Σαδισμός:

α) Σεξουαλική διαστροφή, κατά την οποία το άτομο αισθάνεται σεξουαλική ευχαρίστηση όταν προκαλεί πόνο ή εξευτελίζει το άλλο άτομο.

β) Χαρακτηρολογικό στοιχείο που αφορά στην ψυχρή και σκληρή στάση απέναντι στους άλλους.
Σύμπτωμα (ψυχικό): Ασυνείδητη ψυχική διεργασία στην οποία μια απωθημένη ενόρμηση απελευθερώνεται έμμεσα και εμφανίζεται μέσα από ένα σύμπτωμα. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος συμβιβασμού που αντανακλά μια μερική ικανοποίηση τόσο της απαγορευμένης ενόρμησης, όσο και της αντίδρασης του εγώ απέναντι σε αυτήν.
Συναίσθημα: Υποκειμενική αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα, γεγονός, ιδέα, αναπαράσταση, σκέψη, εμπειρία ή εικόνα. Χαρακτηρίζεται από ποικίλες εκφάνσεις και εκφράσεις. Μπορεί να είναι ευχάριστο, δυσάρεστο, επίπεδο, οξύ, περιεσφιγμένο, ασταθές κ.α. Ως εκ τούτου, αποτελεί κυρίαρχο προϊόν της ψυχικής ζωής και καθορίζει τον τρόπο που δρα και ζει κανείς.
Ταύτιση: Μηχανισμός άμυνας, κατά τον οποίο το άτομο υιοθετεί ιδιότητες κάποιου αντικειμένου που αγαπάει ή θαυμάζει. Πρόκειται για μία ώριμη άμυνα, η υιοθέτηση της οποίας αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη του ατόμου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ταύτισης του αγοριού με τον πατέρα του μετά τη φάση του οιδιποδείου. Ωστόσο, ως άμυνα μπορεί να έχει και αρνητικά αποτελέσματα ανάλογα με τον τρόπο που επιστρατεύεται από το Εγώ (βλ. περιπτώσεις φανατισμού).
Τραύμα: Η βίωση κάποιας αναπάντεχης αρνητικής εμπειρίας, την οποία το άτομο δε δύναται να διαχειριστεί, με αποτέλεσμα, σε ψυχικό επίπεδο, να την αποτυπώνει ως παθολογική κατάσταση.
Υπερεγώ:

Ψυχαναλυτική έννοια που αναφέρεται σε ένα από τα τρία τμήματα του ψυχισμού (Εγώ, Εκείνο, Υπερεγώ), όπως αυτά διατυπώθηκαν από τον Freud, στο πλαίσιο της δεύτερης τοπικής θεωρίας του.

Το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει τους κανόνες και τα «πρέπει», όπως αυτά επιβάλλονται από τους γονείς, τους δασκάλους και το κοινωνικό περιβάλλον. Ο σχηματισμός του τοποθετείται στο τέλος της οιδιπόδειας φάσης, όπου το παιδί αναγκάζεται να απαγορεύσει στον εαυτό του την αιμομικτική επιθυμία προκειμένου να απαλλαγεί από την ενοχή που η επιθυμία αυτή δημιουργεί. Καθώς το άτομο αναπτύσσεται, το Υπερεγώ αφορά στο σύνολο των ηθικών αξιών του.
Υστερία: Διαταραχή που εκδηλώνεται με σωματικά συμπτώματα, όπως η παράλυση, και δημιουργείται εξαιτίας της πίεσης που προκαλεί η συσσώρευση ασυνείδητων απαγορευμένων επιθυμιών και συγκρούσεων. Παλαιότερα, επικρατούσε η άποψη ότι η υστερία αποτελεί διαταραχή που συναντάται αποκλειστικά στις γυναίκες, εξ ού και η ονομασία προκύπτει από τη λέξη υστέρα, που σημαίνει μήτρα. Σήμερα η υστερία συναντάται συχνότερα με τον όρο διαταραχή μετατροπής.
Φόβος / φοβία:

Ο φόβος είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα. Η φοβία αφορά στον επίμονο, παθολογικό, έντονο φόβο ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Το φοβικό άτομο αντιλαμβάνεται ότι ο φόβος είναι παράλογος, αλλά δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν.

Οι φοβικές διαταραχές (ή νευρώσεις) περιλαμβάνουν την αγοραφοβία, την κλειστοφοβία, καρκινοφοβία κλπ. με ή χωρίς πανικό, την κοινωνική φοβία (φόβος του ατόμου να τον παρατηρούν, π.χ. φόβος ομιλίας μπροστά σε ακροατήριο, φόβος κοκκινίσματος κλπ.) και την απλή φοβία.

Όταν κυριαρχεί το άγχος χωρίς εμφανές ή συγκεκριμένο αντικείμενο τότε μιλάμε για αγχώδεις διαταραχές.

Παρένθεση:για τους ψυχοθεραπευτές με ψυχοδυναμική κατεύθυνση (αυτοί δηλ. που ασκούν την τεχνική της ψυχανάλυσης ή της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας) δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία οι κατηγορίες και υποκατηγορίες των φοβικών διαταραχών που χρησιμοποιούν συνήθως οι κλασικοί ψυχίατροι για να συνεννοούνται μεταξύ τους ή οι φαρμακευτικές εταιρίες για να διαφημίσουν τα φάρμακά τους. Στόχος τους είναι η συνειδητοποίηση και επεξεργασία ασυνείδητων κινήτρων, τάσεων ή ενδοψυχικών συγκρούσεων που έχουν οδηγήσει σε οποιοδήποτε φοβικό σύμπτωμα. (Λεπτομέρειες για τις φοβίες θα αναφέρω σε ειδικό κεφάλαιο).

Θεραπεία συμπεριφοράς (behaviortherapy): Εστιάζει στη φανερή και αντικειμενικά παρατηρούμενη συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές που προέρχονται από τη θεωρία της μάθησης. Ότι έχει «μάθει» κανείς μπορεί να το «ξεμάθει». Σε αντιδιαστολή με τις ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες στοχεύει στη βελτίωση των συμπτωμάτων χωρίς να απευθύνεται στην ψυχοδυναμική αιτιολογία ( τί και πώς συμβαίνει κάτι και όχι γιατί να συμβαίνει, ενώ η ψυχαναλυτική προσέγγιση των προβλημάτων ή συμπτωμάτων ασχολείται ιδιαίτερα με το «γιατί»).
Χαρακτήρας: Σχετικά σταθερά στοιχεία και ιδιότητες της προσωπικότητας του ατόμου που κυβερνούν/καθορίζουν τους συνηθισμένους τρόπους αντίδρασής του.
Ψευδαισθήσεις: Βλ. Παραισθήσεις/Ψευδαισθήσεις.
Ψυχαναγκασμός: Σύμπτωμα, που συναντάται, κυρίως, στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και συνίσταται στην επανάληψη σκέψεων και συμπεριφορών με καταναγκαστικό τρόπο. Η λειτουργία του έγκειται στην ανακούφιση από ασυνείδητα φορτία άγχους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το συνεχές πλύσιμο των χεριών: Κάθε φορά που ένα άτομο πλένει τα χέρια του, στο πλαίσιο του ψυχαναγκαστικής συμπτωματολογίας του, ανακουφίζεται από το άγχος που του προκαλούν οι ασυνείδητες ενοχές του. Επειδή, όμως, η ανακούφιση είναι προσωρινή, το άτομο νιώθει επιτακτικά την ανάγκη να ξαναπλύνει τα χέρια του κ.ο.κ.
Ψυχανάλυση: Μία από τις ψυχοθεραπευτικές τεχνικές, όπως επίσης και μία θεωρία της ψυχολογίας της ανθρώπινης ψυχοσυναισθηματικής (ή ψυχοσεξουαλικής) ανάπτυξης και συμπεριφοράς που αναπτύχθηκε αρχικά από τον Freud. Αντικείμενο ανάλυσης και ερμηνείας αποτελούν κυρίως οι ασυνείδητες συγκρούσεις, οι μηχανισμοί άμυνας και γενικότερα οι ασυνείδητες ψυχικές διεργασίες. Στόχος της ψυχανάλυσης είναι το ασυνείδητο υλικό που πυροδοτεί την εμφάνιση συμπτωμάτων να γίνει συνειδητό. Με άλλα λόγια, αυτό που θεωρείται ακόμη πιο σημαντικό από την εξάλειψη των συμπτωμάτων, είναι η κατανόηση της αιτίας που τα προκάλεσε.
Ψυχαναλυτική 
ψυχοθεραπεία:
Φάσμα ψυχοθεραπειών που στο ένα άκρο του είναι η ψυχανάλυση και στο άλλο η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία. Βασίζεται στην ψυχαναλυτική θεωρία. Όσο περισσότερο αποκαλυπτική είναι τόσο περισσότερο μοιάζει στην ψυχανάλυση.
Ψυχή: Οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου σε αντιδιαστολή προς τις βιολογικές του λειτουργίες.
Ψυχιατρική: Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την προέλευση, διάγνωση, πρόληψη και θεραπεία των ψυχικών διαταραχών.
Ψυχική υγεία: Μια κατάσταση ισορροπίας και εσωτερικής αρμονίας στην οποία ένα άτομο είναι ικανό να λειτουργεί άνετα μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον και να πετυχαίνει εξίσου καλά στην αγάπη, την εργασία, τη δημιουργικότητα και την ψυχαγωγία.
Ψυχική σύγκρουση: Κατάσταση της ενδοψυχικής ζωής που προκαλείται όταν δύο αντιτιθέμενες ορμές, επιθυμίες ή απαγορεύσεις πιέζουν ταυτόχρονα με στόχο την κυριαρχία της μίας επί της άλλης. Πχ. στην εφηβεία υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της επιθυμίας για αυτονομία και της ανάγκης για εξάρτηση από τους γονείς. Αντίστοιχα, κατά το οιδοπόδειο, υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της αιμομικτικής επιθυμίας και της απαγόρευσής της. Η ψυχική σύγκρουση μπορεί να εμφανίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής του ανθρώπου.
Ψυχοθεραπεία: Η αντιμετώπιση προβλημάτων, ψυχικών διαταραχών ή συμπτωμάτων, κυρίως μέσα από τη «συζήτηση» παρά με τη χρήση φαρμάκων ή άλλων ουσιών και μεθόδων. Υπάρχουν διάφορες μορφές ψυχοθεραπείας, κάθε μία εκ των οποίων χρησιμοποιεί διαφορετικό τρόπο προσέγγισης, αντίληψης και τεχνικής αναφορικά με την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε την ψυχανανάλυση, τη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία και την ομαδική αναλυτική ψυχοθεραπεία μεταξύ άλλων.
Ψυχοθεραπευτής: Εκπαιδευμένο άτομο που εξασκεί την ψυχοθεραπεία.
Ψυχολογία: Η επιστήμη που μελετά τις ψυχικές διεργασίες και την συμπεριφορά του ανθρώπου.
Ψυχώσεις: Κατηγορία ψυχικών διαταραχών με βασικό χαρακτηριστικό την έλλειψη ικανότητας του ατόμου να λειτουργήσει με την αρχή της πραγματικότητας, η οποία συνοδεύεται από ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, παραλήρημα ή/και έκπτωση της ικανότητας σκέψης. Οι παρατηρούμενες διαταραχές εδράζονται, κατά την ψυχαναλυτική σκέψη στην αδυναμία του ατόμου να επιτύχει το διαχωρισμό μεταξύ του Εγώ και του εξωτερικού κόσμου. Η πιο γνωστή και συχνή μορφή ψύχωσης είναι η σχιζοφρένεια.

 

Υγεία - «Τρέλα» - Ψυχοθεραπεία

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βρεθεί σε κατάσταση ανάγκης. Από τη βρεφική ακόμη ηλικία, ο καθείς κυριεύεται από τις ανάγκες του: να τραφεί, να ανατραφεί, να αγαπηθεί, να υπάρξει.  Πόσο διαφέρουν οι ανάγκες ετούτες από εκείνες που χαρακτηρίζουν την υπόλοιπη ζωή μας; Στην πραγματικότητα, καθόλου. Έτσι, από βρέφη, γινόμαστε παιδιά, διανύουμε την εφηβεία, ενηλικιωνόμαστε, αποκτούμε δικά μας παιδιά, έπειτα εγγόνια και οι ανάγκες μας – ακόμη και αν εμπλουτίζονται, περιπλέκονται ή απλοποιούνται-  κατά βάση, παραμένουν ίδιες.
Όταν για τον οποιονδήποτε λόγο, οι ανάγκες αυτές δεν ικανοποιούνται, δημιουργείται δυσφορία -σε ασυνείδητο, κυρίως, επίπεδο.  Τούτη η δυσφορία είναι πιθανό να γίνει αντιληπτή στο άτομο είτε υπό τη μορφή κάποιου συμπτώματος είτε υπό τη μορφή ενός γενικότερου αισθήματος μη-ικανοποίησης ή ευχαρίστησης. Αυτές οι δύο συνιστώσες (δηλαδή, το σύμπτωμα και η γενικότερη αίσθηση του ανικανοποίητου) είναι οι βασικότεροι λόγοι που οδηγούν ένα άτομο για ψυχοθεραπεία. Υπό αυτή την έννοια, δεδομένου ότι όλοι έχουμε ανάγκες και όλοι, λίγο έως πολύ, έχουμε ματαιωθεί κάποια στιγμή στη συνειδητή ή ασυνείδητη ζωή μας, είναι εμφανές ότι ο καθένας θα μπορούσε να είναι πιθανός υποψήφιος προς ψυχοθεραπεία, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι όλοι μπορούν ή πρέπει να μπουν στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας.
 Στο σημείο αυτό, αξίζει, λοιπόν, να γίνει αποκατάσταση της διαστρευλωμένης άποψης ότι όποιος επισκέπτεται τον ψυχοθεραπευτή, τον ψυχίατρο ή τον ψυχολόγο είναι τρελός. Η τρέλα είναι μια κατάσταση, στην οποία μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε από μας, κάτω από ορισμένες συνθήκες. Άλλωστε, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι ο ψυχισμός του ανθρώπου αποτελείται από ένα υγιές και ένα παθολογικό κομμάτι. Αυτό θα το διαπιστώσουμε κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή μας, όπου με έκπληξη, ίσως, θα εντοπίσουμε ότι ουκ ολίγες φορές έχουμε βιώσει στιγμές  τρέλας, έχουμε βγει εκτός εαυτού, έχουμε κάνει τρελές σκέψεις ή έχουμε δει αλλοπρόσαλλα όνειρα, μεταξύ άλλων.
Έτσι, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, με οικονομικούς όρους, η υγεία αφορά στη μεγαλύτερη ποσόστωση του υγιούς τμήματος του ψυχισμού μας έναντι του παθολογικού και το αντίστροφο. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον τομέα της ψυχοθεραπείας, διότι χωρίς το υγιές κομμάτι, η θεραπεία ενός «τρελού» θα ήταν αδύνατη. Με άλλα λόγια, η ψυχοθεραπεία στοχεύει στην υγιή πλευρά του ψυχισμού του ατόμου, ακόμη και όταν αυτό βρίσκεται, κατά βαση,  σε κατάσταση αποδιοργάνωσης. Έτσι, ακόμη και αυτός που θεωρείται πραγματικός τρελός, αυτός δηλαδή που έχει την πάθηση «ψύχωση», γίνεται εξωπραγματικός μόνον κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Με την κατάλληλη θεραπεία επανέρχεται σε αυτό που ήταν πριν. (Περισσότερα για τις ψυχώσεις σε άλλο κεφάλαιο). Με την έννοια αυτή, λοιπόν, η προκατάληψη «ψυχοθεραπεία=τρέλα» θα πρέπει σταδιακά να εξαφανιστεί από τις αντιλήψεις μας, κάτι που, ευτυχώς, φαίνεται να συμβαίνει.

 

Ψυχανάλυση και Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία

Όπως έχει επισημανθεί, υπάρχουν διάφορες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές. Ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει την ψυχανάλυση και για διάφορους λόγους την έχει εξιδανικεύσει, δικαιολογημένα θα έλεγα. Είναι μια δύσκολη «ιστορία», απαιτεί πολύ χρόνο και χρήμα και δε σχετίζεται με ψυχοφάρμακα και άρα με την τρέλα (και όλες τις παρελκόμενες αντιλήψεις που προαναφέρθηκαν)! Αυτός που κάνει ψυχανάλυση συχνά τείνει να θεωρείται πλούσιος, «επιπέδου» και σίγουρα δεν είναι ψυχοπαθής (τρελός). Επομένως, πολύ πιο εύκολα, μάλιστα με καύχημα, θα πει κανείς ότι κάνει ψυχανάλυση παρά οποιαδήποτε άλλη μορφή θεραπείας, εκτός και αν πρόκειται για την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, η οποία και φαίνεται να εφαρμόζεται όλο και συχνότερα σε σχέση με την ψυχανάλυση.
Συγκεκριμένα, κλασσική ψυχανάλυση σημαίνει, μεταξύ άλλων, συνεδρίες τρεις έως πέντες φορές την εβδομάδα για περίπου πέντε χρόνια, κάτι που λίγοι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Υπάρχουν, επίσης, και περιπτώσεις όπου η ψυχανάλυση, ως θεραπευτική τεχνική, δεν ενδείκνυται (π.χ. ιδιαίτερα διαταραγμένα άτομα, άτομα που χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή, άτομα μεγάλης ηλικίας κλπ.).
Για αυτούς και για άλλους λόγους (και για να μπορεί να βοηθηθεί περισσότερος κόσμος) αναπτύχθηκε η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, όπου τροποποιήθηκε μερικώς η τεχνική, αλλά διατηρήθηκε η ψυχανάλυση ως θεωρητικό υπόβαθρο, ως τρόπος, δηλαδή, κατανόησης και ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η συχνότητα των συνεδριών είναι συνήθως μία έως δύο φορές την εβδομάδα, η διάρκεια εξαρτάται από την ψυχοπαθολογία του «πελάτη» και από τους στόχους που βάζουν μαζί, θεραπευτής και θεραπευόμενος. Εκεί που χρειάζεται, εφαρμόζεται και παράλληλη φαρμακοθεραπεία.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να καταφέρει κανείς σταδιακά να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις μεταφυσικές πεποιθήσεις και να αρχίσει να βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό του από διαφορετική σκοπιά. Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο μέσα από τη γνώση ή και εμπειρία που προσφέρει η ψυχαναλυτική θεώρηση των πραγμάτων. Στις ανθρώπινες σχέσεις δεν ισχύει το 1+1=2, αλλά κάτι άλλο. Κι αυτό το κάτι άλλο δημιουργείται, κυρίως, μέσα από ασυνείδητες ανάγκες και αλληλοεπιδράσεις. Η συμπεριφορά μας δεν είναι αποτέλεσμα λογικών επιλογών. Και με την έννοια αυτή έχει μεγάλη σημασία να τη γνωρίσουμε στην πραγματική της διάσταση.

 

Ομαδική Ψυχοθεραπεία

Σημ: Παρότι θα υπάρξει ειδικό κεφάλαιο για την ομαδική ψυχοθεραπεία, αναφέρω στο σημείο αυτό μερικές παρατηρήσεις / διευκρινήσεις.

Όπως στην ατομική ψυχοθεραπεία έτσι και στην ομαδική χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές ανάλογα με το θεωρητικό υπόβαθρο και τους στόχους που βάζει μια ομάδα. Στην πράξη, βέβαια, η χρησιμοποίηση της μιας ή της άλλης τεχνικής εξαρτάται από την εκπαίδευση κι εμπειρία του κάθε θεραπευτή ομάδας.
Όχι μόνο οι τεχνικές αλλά και οι μορφές ομάδων ποικίλουν. Υπάρχουν, μεταξύ άλλων οι εξής ομάδες:

  • μικρές 5-10(12) άτομα,
  • μεσαίες 12-25(30) άτομα,
  • μεγάλες,
  • κλειστές (τα άτομα δεν αλλάζουν και δεν αντικαθίστανται καθ'όλη τη διάρκεια της θεραπείας),
  • ημιανοιχτές (τα άτομα που σταματούν ή τελειώνουν τη θεραπεία αντικαθιστούνται από άλλα),
  • ανοιχτές (σε κάθε συνεδρία μπορεί να συμμετάσχει κάποιο καινούργιο άτομο),
  • μικτές,
  • ομάδες γυναικών, αντρών, γονέων, ζευγαριών, δασκάλων κ.α.,
  • μαραθώνιες ομάδες (συνεδρίες καθόλη τη διάρκεια μιας μέρας για 2-5 ημέρες),
  • ομάδες εργασίας
  • ομάδες εποπτείας  κ.ο.κ.

Στις ομάδες με ψυχαναλυτική/ψυχοδυναμική κατεύθυνση ο θεραπευτής εστιάζει την προσοχή των μελών όχι μόνο στο τί συμβαίνει μέσα στην ομάδα, αλλά και στο γιατί να συμβαίνει. Πέραν δηλαδή των συνειδητών αντιδράσεων ή αλληλοεπιδράσεων προσπαθεί να εντοπίσει και να υποδείξει (ερμηνεύσει) τα πιθανά ασυνείδητα κίνητρα της εκάστοτε συμπεριφοράς, είτε της ομάδας ως σύνολο, είτε κάποιου μέλους. Η συμμετοχή σε μια ομαδική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία διαρκεί συνήθως δύο έως τρία χρόνια, μία φορά την εβδομάδα. Οι ομάδες αυτές είναι κλειστές ή ημιανοιχτές.
Σε άλλες ομάδες (μη ψυχαναλυτικές) δίδεται μεν έμφαση στο «εδώ και τώρα» (δηλαδή τί συμβαίνει τώρα μεταξύ των μελών) χωρίς, όμως, να λαμβάνονται υπόψιν τα πιθανά ασυνείδητα κίνητρα. Στις ομάδες αυτές συχνά χρησιμοποιούνται διάφορες ασκήσεις με στόχο τη συνειδητοποίηση ή τη βελτίωση δυσκολιών ή τρόπων συμπεριφοράς. Η διάρκεια των ομάδων αυτών είναι μικρότερη, αρκετές φορές με τη μορφή μαραθώνιας ομάδας (πολλές συνεδρίες για λίγες ημέρες).
Το εύλογο ερώτημα ποιος, πότε και ιδιαίτερα ποια μορφή θεραπείας θα πρέπει να ακολουθήσει κανείς, δεν είναι πάντα εύκολο να απαντηθεί. Και τούτο για διάφορους λόγους:

  1. Όλες οι ομάδες έχουν κάτι να προσφέρουν.
  2. Οι θεραπευτές ακολουθούν, συνήθως, μία κατεύθυνση και χρησιμοποιούν την τεχνική που γνωρίζουν και έχουν εκπαιδευτεί.
  3. Δεν υπάρχουν πάντα σαφή κριτήρια και ενδείξεις για συγκεκριμένα προβλήματα. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί από διαφορετικές μορφές και τεχνικές θεραπείας.
  4. Αρκετές φορές η επιλογή θεραπευτή ή θεραπευτικής μεθόδου εξαρτάται, όχι μόνο από την ψυχοπαθολογία, αλλά κι από τις δυνατότητες του υποψήφιου ατόμου («επίπεδο», χρόνος, κόστος, ηλικία).

Οι πολύ γενικές αυτές παρατηρήσεις ισχύουν για σχετικά υγιή άτομα, άτομα δηλαδή που μπορεί να έχουν δυσκολίες με τον εαυτό τους ή με το περιβάλλον τους, αλλά δεν έχουν κάποια ψυχιατρική πάθηση ή δε διακατέχονται από έντονα συμπτώματα. Σε ένα άτομο ιδιαίτερα διαταραγμένο δε συνίσταται -τουλάχιστον αρχικά- η ομαδική ψυχοθεραπεία. Στις περιπτώσεις αυτές (ψυχώσεις, μανία, βαριά κατάθλιψη, βαριές μορφές νευρώσεων κλπ.) ενδείκνυται ατομική υποστηρικτική θεραπεία, συνήθως με παράλληλη φαρμακοθεραπεία. Με την πάροδο του χρόνου, όταν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και το άτομο είναι σε θέση να συμμετάσχει σε ομάδα, μπορεί ο θεραπευτής να προτείνει την ένταξή του σε μια ειδική ομάδα (π.χ. ομάδα ψυχωσικών).

 

Ποιος-Πότε-Ποια Θεραπεία;

Η προσωπική μου άποψη ως προς το πιο πάνω ερώτημα (ποιος, πότε, ποια θεραπεία) είναι συνοπτικά η εξής:
Θεωρητικά κάθε άτομο θα έπρεπε να έχει την επιθυμία ή και τη δυνατότητα να «περάσει» από μια διαδικασία αυτογνωσίας. Διότι μόνο έτσι θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Η συναισθηματική ωρίμανση του καθένα από εμάς θα οδηγούσε στη σταδιακή ωρίμανση της ανθρωπότητας.
Η σκέψη αυτή είναι απλή και κατανοητή αλλά -τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα - ουτοπική και εξωπραγματική.
Στην πράξη, αυτοί που οδηγούνται σε κάποια μορφή θεραπείας, γενικότερα, είναι καταρχήν εκείνοι που έχουν συμπτώματα που προέρχονται από κάποια ψυχιατρική ή άλλη πάθηση. Αϋπνία, ανησυχία, επιθετικότητα, φόβος ή φοβία, κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας, παρανοϊκές ιδέες ή παραλήρημα, ψευδαισθήσεις, παράλογη ενασχόληση με σκέψεις ή πράξεις και πολλά άλλα συμπτώματα θα οδηγήσουν ένα άτομο (από μόνο του ή με την παρότρυνση τρίτων) σε θεραπεία. Στις περιπτώσεις αυτές, ο θεραπευτής θα πρέπει να είναι γιατρός (ψυχίατρος), ο οποίος είναι σε θέση να διαγνώσει την πάθηση και να προτείνει την ανάλογη θεραπεία, η οποία συνίσταται, αρχικά, κυρίως στην αναγκαία φαρμακοθεραπεία και στη συνέχεια ή παράλληλα στην ψυχοθεραπεία του ιδίου ή και της οικογένειάς του. Σε περίπτωση που δε χρειάζεται φαρμακοθεραπεία, την παρακολούθηση-ψυχοθεραπεία μπορεί να αναλάβει/συνεχίσει κι ένας ψυχοθεραπευτής που δεν είναι ψυχίατρος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσω ότι οποιαδήποτε (κυρίως η ξαφνική, αλλά και η σταδιακή) αλλαγή συμπεριφοράς, ακόμα κι αν δεν είναι ενοχλητική, μπορεί να σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, κι αυτό το κάτι ίσως να είναι πολύ σοβαρό. Μια ψύχωση, για παράδειγμα, αρκετές φορές αρχίζει να εκδηλώνεται με σταδιακή απόσυρση από το περιβάλλον, αυξημένη τάση ενασχόλησης με τη θρησκεία ή άλλες μεταφυσικές πεποιθήσεις, με καχυποψία που συνήθως δεν εκφράζεται λεκτικά κλπ. Τα συμπτώματα αυτά συχνά δεν ενοχλούν το περιβάλλον, μάλιστα μπορούν να ερμηνευτούν τελείως λανθασμένα («επιτέλους ο γιος μας άρχισε να μαζεύεται») με αποτέλεσμα η κατάσταση να μην αντιμετωπίζεται και να χρονίζει.
Επίσης, οι ναρκισσιστικές ανάγκες που, λίγο ως πολύ, όλοι μας έχουμε, δε μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε ή να αποδεχτούμε ότι το παιδί μας π.χ. έχει ένα «πρόβλημα». Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στις βαριές περιπτώσεις, αλλά γενικότερα, παρότι γνωρίζουμε ότι όσο νωρίτερα ξεκινήσει η αντιμετώπιση ενός προβλήματος, τόσο καλύτερη θα είναι η πρόγνωση.
Μια άλλη «μερίδα» ανθρώπων που στο παρελθόν δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο ψυχολογικό πρόβλημα και ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις (θάνατος συντρόφου ή παιδιού, καρκίνος, σκλήρυνση κατά πλάκας ή άλλες χρόνιες οργανικές παθήσεις, γέννηση ενός παιδιού με σοβαρή πάθηση κλπ.), μπορούν να βοηθηθούν ψυχοθεραπευτικά με την έννοια της συμπαράστασης και υποστήριξης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ψυχοθεραπευτής δεν είναι απαραίτητο να είναι ψυχίατρος.
Την πλειονότητα, πάντως, ατόμων που ακολουθούν κάποια μορφή ψυχοθεραπείας, με την έννοια που γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος, ατομική ή/και ομαδική, αποτελούν άτομα με φαινομενικά ελαφρότερα ή ευκολότερα προβλήματα ή συμπτώματα. Προβλήματα σχέσεων, χαρακτηρολογικά προβλήματα (παρορμητικότητα, επιθετικότητα ή αποφυγή επιθετικότητας, εξάρτηση, ανασφάλεια, σχολαστικότητα, ζήλια, γκρίνια, εσωστρέφεια, εξωστρέφεια, φιλαργυρία, σπατάλη και διάφοροι άλλοι τρόποι συμπεριφοράς που μας χαρακτηρίζουν) όπως και διάφορα συμπτώματα νευρωτικών καταστάσεων (φοβίες με ή χωρίς κρίσεις πανικού, ιδεοληψίες -παράλογες σκέψεις που δε φεύγουν από το μυαλό- καταναγκαστικές πράξεις, σεξουαλικές δυσκολίες, ψυχοσωματικά συμπτώματα, διαταραχές διατροφής κλπ.) γίνονται συνήθως αφορμή για να επισκεφθεί κανείς κάποιον ψυχοθεραπευτή.
Σε όλες αυτές και σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι πιο κατάλληλες μορφές ψυχοθεραπείας είναι εκείνες που έχουν ως βάση την ψυχαναλυτική θεωρία. Η τεχνική μπορεί να διαφέρει, αλλά, κατά την προσωπική μου άποψη, η συνειδητοποίηση και επεξεργασία των ασυνείδητων τάσεων και αναγκών όπως αυτές φαίνονται από το πρίσμα του ψυχαναλυτικού υποβάθρου, είναι πολύ σημαντικές και πολλές φορές απαραίτητες. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, ότι διαφορετικές προσεγγίσεις δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Ένας που θέλει να σταματήσει το κάπνισμα ή άλλου τύπου εξαρτήσεις δε χρειάζεται να κάνει ψυχανάλυση. Για τις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν ειδικά θεραπευτικά κέντρα. Μια συζυγική κρίση μπορεί να βελτιωθεί ή να ξεπεραστεί με σχετικά λίγες συνεδρίες με έναν θεραπευτή ζευγαριών (εάν, βέβαια, οι σύντροφοι δεν είναι ιδιαίτερα διαταραγμένοι). Θεραπευτές σε συμβουλευτικούς σταθμούς μπορούν να καθοδηγήσουν ενδιαφερόμενους γονείς για το «μεγάλωμα» των παιδιών τους, για συμπεριφορές που απαιτείται προσοχή κλπ. Όταν ένα πρόβλημα σχετίζεται με ένα συνειδητό φόβο (π.χ. αν το πρόβλημα στύσης σε έναν άνδρα σχετίζεται με το φόβο αποτυχίας), τότε η αντιμετώπισή του είναι ευκολότερη και δεν απαιτείται μακροπρόθεσμη θεραπεία.
Υπάρχουν, δηλαδή, πολλές καταστάσεις ή προβλήματα όπου η ψυχανάλυση δε χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτική μέθοδος (τρεις έως πέντε φορές την εβδομάδα για πέντε χρόνια).
Το «δε χρειάζεται» δε σημαίνει, βέβαια, ότι δε θα μπορούσε. Ούτε και η πιθανή σκέψη «όσο πιο ασυνείδητο είναι ένα πρόβλημα ή σύμπτωμα τόσο πιο «ψυχαναλυτικά θα πρέπει να αντιμετωπιστεί» έχει πρακτική βάση. Θεωρητικά, όμως, οποιοδήποτε πρόβλημα ή σύμπτωμα μπορεί να κατανοηθεί στην πραγματική του διάσταση μόνο μέσα από την ψυχαναλυτική προσέγγιση.
Από την άλλη πλευρά, το θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν εξαρτάται μόνο από τη μέθοδο, αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα οι δυνατότητες και ικανότητες του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, το είδος και το μέγεθος της ψυχοπαθολογίας κλπ. Οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που τελικά βοηθά ή θεραπεύει ουσιαστικά είναι, πέραν από τη γνώση, η ποιότητα σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου.
Πιστεύω, πάντως, ότι, ανεξάρτητα από τη θεραπευτική της δυνατότητα, αυτό που προσφέρει η ψυχαναλυτική προσέγγιση ως προς την αυτογνωσία και την κατανόηση σε βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς δεν μπορούν να το προσφέρουν οι υπόλοιπες θεωρίες και αντιλήψεις που υπάρχουν μέχρι στιγμής.
Κάποιος, λοιπόν, που έχει κάποιο σύμπτωμα συνήθως επισκέπτεται έναν γιατρό. Όταν το σύμπτωμα έχει ψυχογενή προέλευση, ο γιατρός παραπέμπει το άτομο στον ειδικό, συνήθως σε ψυχίατρο. Ο ψυχίατρος θα αντιμετωπίσει την κατάσταση φαρμακευτικά (αν χρειάζεται) κι εν ανάγκη και ψυχοθεραπευτικά (αν φυσικά έχει την κατάλληλη κατάρτιση). Αν κρίνει ότι το άτομο έχει ανάγκη ψυχοθεραπείας κι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτό (επειδή δεν έχει την κατάλληλη εκπαίδευση, δεν έχει χρόνο κλπ.) θα παραπέμψει το άτομο σε κάποιον άλλον ψυχοθεραπευτή, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι ψυχίατρος.
Αρκετοί γιατροί, ακόμα και ψυχίατροι ή νευρολόγοι, δεν παραπέμπουν εύκολα κάποιον για ψυχοθεραπεία (είτε επειδή ο ίδιος ο πελάτης αντιδρά ή δε θέλει, είτε επειδή εκείνοι δεν «πιστεύουν» ιδιαίτερα στην ψυχοθεραπεία, είτε για άλλους λόγους). Στις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται η αντιμετώπιση του προβλήματος να είναι ελλιπής και τα συμπτώματα να διαιωνίζονται. Ένα φοβικό άτομο π.χ. μπορεί να ταλαιπωρηθεί για μεγάλο διάστημα πηγαίνοντας από εξέταση σε εξέταση μήπως το σύμπτωμά του (ζαλάδα, ταχυκαρδία, σφίξιμο στο λαιμό ή στο στομάχι, μουδιάσματα κ.α.) έχει κάποια οργανική προέλευση.
Αλλά και οι συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, παιδιά, αδέλφια) συνήθως δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις. Αρκετές φορές δε «θέλουν» να πιστέψουν, ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όπως προαναφέρθηκε. Σε αυτό συμβάλλει και η άστοχη παρατήρηση πολλών γιατρών: «δεν έχεις τίποτα». Η παρατήρηση αυτή δε σημαίνει ότι το άτομο/πελάτης δεν έχει πράγματι τίποτα, αλλά ότι δεν έχει τίποτα οργανικό. Και η διαταραγμένη ψυχική ισορροπία χρειάζεται αντιμετώπιση/θεραπεία, όχι μόνο οι οργανικές παθήσεις.
Τη διαδικασία αυτογνωσίας/θεραπείας ακολουθούν επίσης και οι ανερχόμενοι ψυχοθεραπευτές (γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της εκπαίδευσής τους). Με τον τρόπο αυτό, αφενός ωριμάζουν οι ίδιοι περισσότερο και γρηγορότερα, αφετέρου καθίστανται σε θέση να κατανοήσουν και να βοηθήσουν μελλοντικούς τους πελάτες.

Παντελής Παπαδόπουλος