Διαδρομές των Κωνσταντινουπολιτών


και οι δυνατότητες επίτευξης νέων τους στόχων!


«Σ'όλο το ταξίδι η νοσταλγία δε μ'άφησε,

Κι απ'το ταξίδι όλο μόνο η νοσταλγία μου έμεινε...»

Nazim Hikmet, 1933

Αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί Πολίτες!

Ίσως οι περισσότεροι από μας να έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Πόλη, κάποιοι άλλοι ίσως όχι. Σημασία έχει ότι βρισκόμαστε εδώ για να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε και να ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλο στην προσπάθεια που καταβάλλουμε για την κατανόηση και αντιμετώπιση των γνωστών προβλημάτων κι επιθυμιών της κων/πολίτικης κοινότητας.

Προσωπικά χαίρομαι ιδιαίτερα που μου δίδεται η ευκαιρία να συνδυάσω και να συσχετίσω γνώσεις κι εμπειρίες από τη δουλειά μου με τα βιώματα και την πορεία των Κωνστ/πολιτών στη Πόλη κι αργότερα εδώ στην Αθήνα.

Για τον λόγο αυτό ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Ευχαριστώ τους οργανωτές, τον Πρόεδρο της αδελφότητας «Ο Ταξιάρχης» κο Τσιτσάκο Μηνά και ιδιαίτερα τον αντιπρόεδρο, κο Χαρίση Χρήστο, με τον οποίο συνδέομαι φιλικά και οικογενειακά από χρόνια. Ο κος Χαρίσης, με την γνωστή αμεσότητά του, προκάλεσε και συνέβαλε ουσιαστικά στη συνάντηση αυτή. Εκ μέρους όλων μας ευχαριστώ επίσης το Δήμο Παλαιού Φαλήρου και ιδιαίτερα τον Αντιδήμαρχο Παιδείας κ. Κορόμηλο Αλέξανδρο για την προσπάθεια που κατέβαλε να παραχωρηθεί η αίθουσα την ημερομηνία που θέλαμε και γενικότερα για τη συμμετοχή του στην οργάνωση.

Εμείς οι ψυχοθεραπευτές ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι με το εξής φαινόμενο. Ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς μας έγκειται στον εντοπισμό και την υπόδειξη δυσκολιών, φόβων και συναισθηματικών αναγκών, είτε με αφορμή τη θεραπεία, είτε κάνοντας την προσπάθεια κατανόησης διάφορων κοινωνικών φαινομένων, είτε εξαιτίας κάποιας παρουσίασης όπως και σήμερα. Ενδέχεται όμως οι υποδείξεις στις οποίες αναφερόμαστε να δημιουργούν κατά διαστήματα μια δυσάρεστη ατμόσφαιρα ή ακόμα και θυμό. Εύχομαι όμως σήμερα να καταφέρω τελικά να περάσω το αισιόδοξο μήνυμα ότι μέσα από τη συνειδητοποίηση και την κατανόηση μπορεί κανείς να πετύχει αρκετά πράγματα στον εαυτό του και στο περιβάλλον του.

Μερικά λόγια για τον τίτλο της ομιλίας:

Η λέξη «νοσταλγία» εμπεριέχει δύο διαφορετικές έννοιες. «Άλγος» σημαίνει πόνος και «νόστος» επιστροφή στην πατρίδα. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη νοσταλγία για να εκφράσουμε τον γλυκόπικρο πόνο και τη λαχτάρα που νιώθουμε για κάτι που λείπει, για κάτι που χάθηκε. Ο ξενιτεμένος νοσταλγεί την πατρίδα του, ο ηλικιωμένος τα νιάτα του κ.λ.π.

Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του συναισθήματος αυτού μας παραπέμπει στην αγκαλιά της μάνας, δηλαδή στο καταπληκτικό εκείνο συναίσθημα που νιώθαμε όταν μας αγκάλιαζε η μάνα. Επειδή η πρώιμη αυτή εμπειρία χάνεται για πάντα, ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται τον πόνο της απώλειας και την επιθυμία να την ξανανιώσει. Με την έννοια αυτή λοιπόν νοσταλγία σημαίνει η επιθυμία κάθε ανθρώπου να επιστρέψει στην μητρική αγκαλιά που όμως έχει χαθεί. Όπως κάθε εμπειρία της παιδικής ηλικίας μεταφέρεται σε πραγματικές ή συμβολικές καταστάσεις της ενήλικης ζωής, έτσι και η νοσταλγία μεταφέρεται για παράδειγμα στο πατρικό σπίτι, στο χωριό ή την Πόλη που μεγάλωσε κανείς, στην αγκαλιά του/της συντρόφου, στην αγκαλιά του παιδιού, στην ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, σε ευτυχισμένες στιγμές που πέρασαν. Αρκετές φορές, ιδιαίτερα όμως σε περιόδους κρίσης, ανασφάλειας και απώλειας το συναίσθημα αυτό γίνεται πιο συχνό και πιο έντονο. Λειτουργεί δηλαδή ως μια μορφή άμυνας, καθότι μέσα από τη φαντασίωση μειώνεται ο ψυχικός πόνος.

Παραδείγματα: Απώλεια αγαπημένου, ξενιτιά, κρίση μέσης ηλικίας.

Με τις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις προσεγγίσαμε ήδη ένα χώρο, για τον οποίο πολλές φορές ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Και αρκετές φορές μάλιστα δε ξέρουμε ότι δεν τα γνωρίζουμε. Πρόκειται για τον ψυχισμό μας, ο οποίος εμπεριέχει τα συναισθήματά μας, τους ασυνείδητους φόβους και τις ανάγκες μας, τους αμυντικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούμε για την κάλυψη αυτών των αναγκών, τις εσωτερικές μας συγκρούσεις και εν γένει όλο αυτό που ονομάζουμε προσωπικότητα.

Μια αμυντική διεργασία σχετική με το θέμα μας, που χρησιμοποιούμε έναντι της ανασφάλειας που πηγάζει από την ανάγκη του «ανήκειν», είναι για παράδειγμα η εξιδανίκευση.

Όπως θα ξέρετε, το κάθε παιδί, για να αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά εξιδανικεύει τους γονείς του και υπερηφανεύεται γι'αυτούς. Είναι σαν να λέει: «Ανήκω κάπου (και δεν είμαι μόνο κι έρημο) κι αυτό το κάπου είναι σπουδαίο (κι άρα είμαι κι εγώ σπουδαίο παιδί). Μικρά παιδιά που εκφράζουν ή φαντασιώνουν ότι μαζεύουν το μπογαλάκι τους και φεύγουν από το σπίτι τους ή διερωτώνται μήπως η μητέρα τους δεν είναι η πραγματική τους μητέρα, υποδηλώνουν μια περίοδο ανασφάλειας, και απογοήτευσης.

Στην εφηβεία απομυθοποιούμε τους γονείς και σταδιακά γινόμαστε πιο πραγματικοί και ανεξάρτητοι. Όταν ερωτευόμαστε λειτουργεί πάλι ο μηχανισμός εξιδανίκευσης και απομυθοποίησης (μέσα από τον σπουδαίο άλλο γινόμαστε σπουδαίοι και εμείς), και με την ομαλή ή ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα που ακολουθεί, ή θα αναπτύξουμε αγάπη για το σύντροφο ή η σχέση θα διαλυθεί.

Η ανάγκη να ανήκουμε κάπου δεν περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας. Οι διάφορες «ομάδες» που συναντάμε στη ζωή και εισχωρούμε συνειδητά ή ασυνείδητα σ'αυτές, συμβάλλουν επιπρόσθετα στην κάλυψη των αναγκών μας. Έτσι είμαστε Κων/πολίτες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, Αεκτζήδες, μέλη κάποιου πολιτικού κόμματος, συλλόγου κ.λ.π. Οι ιδιότητες αυτές μαζί με τις ιδεολογίες, τους ηθικούς κανόνες και τις άλλες αντιλήψεις που επίσης υιοθετούμε, αποτελούν πλευρές της ταυτότητας μας. Όσο πιο βαθιά ριζωμένα μέσα μας είναι τα στοιχεία αυτά, τόσο πιο δύσκολα διαφοροποιούνται ή αλλάζουν.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ έχει ονομαστεί η σύνθεση όλων των πλευρών της προσωπικότητας σε μια ιεραρχία εικόνων του εαυτού που διαρκεί στο χρόνο. Η αλληλεπίδραση των σχέσεων μεταξύ του εαυτού και των εξωτερικών αντικειμένων ολοκληρώνει μέσα από ταυτίσεις τη διεργασία του σχηματισμού της ταυτότητας. Η διεργασία αυτή ξεκινά με τις πρώτες εμπειρίες της ζωής, κορυφώνεται στο τέλος της εφηβείας και διαφοροποιείται καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής.

Κατά τη μετανάστευση για παράδειγμα που σημαίνει για τον καθένα μια αλλαγή των ιδιωτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αναφορών και προσανατολισμών, συντελείται και μια «προσβολή» της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας («βιογραφικό ρήγμα»). Γι'αυτό άλλωστε ένα τέτοιο άτομο αισθάνεται και ξένο. Δε μιλάμε όμως εδώ για τον ξένο που σήμερα έρχεται και αύριο φεύγει, αλλά για τον ξένο που σήμερα έρχεται και αύριο μένει.

Ένας οπαδός που έχει ταυτιστεί με την ΑΕΚ, σε περίπτωση ήττας της ομάδα του, αισθάνεται απογοήτευση και θυμό. Δεν έπαιξε εκείνος, δεν έχασε εκείνος. Κι όμως νιώθει σα να έχασε ο ίδιος. Και τούτο, επειδή έχει επηρεαστεί η ταυτότητά του. Όσο λιγότερο θα αντέχει να χάνει, τόσο περισσότερο θα κατηγορεί το διαιτητή, τον προπονητή ή κάποιους ποδοσφαιριστές.

Η απειλή της ταυτότητας οδηγεί σε φόβο και κατ'επέκταση σε διάφορες μορφές επιθετικότητας, από την απλή βρισιά μέχρι τις βαρβαρότητες και τους βάναυσους πολέμους των σταυροφόρων, του Χίτλερ κ.λ.π. Όσο πιο συναισθηματικά ανώριμος είναι κανείς τόσο πιο φανατικός γίνεται.

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα όλα αυτά και άλλα πολλά που εκδηλώνονται μέσα από τις σκέψεις και τη συμπεριφορά μας, θα πρέπει να αναφέρουμε μερικά πράγματα από το παρελθόν μας.

Όπως ίσως θα ξέρετε η εξέλιξη του ανθρώπου ξεκίνησε στην Αφρική πριν από 6-7 εκατ. χρόνια. Ο πρόγονός μας ήταν πίθηκος. Εξαιτίας μεγάλων κλιματολογικών και οικολογικών αλλαγών την εποχή εκείνη αναγκάστηκε το προϊστορικό αυτό ον να γίνει δίποδο, να προσαρμόσει το σώμα και τον εγκέφαλό του στις νέες συνθήκες και να αλλάξει τον τρόπο διατροφής του. Η σημαντικότερη αλλαγή που προέκυψε στην προσπάθεια αυτή προσαρμογής ήταν η σταδιακή διόγκωση του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλός μας τότε ζύγιζε 400 γρ. ενώ σήμερα έχει φτάσει τα 1,400 γρ. Οι ανακαλύψεις και οι υπολογισμοί των τελευταίων δεκαετιών με τα νέα τεχνολογικά μέσα δεν επιτρέπουν πλέον καμιά αμφισβήτηση για την προέλευση και την εξέλιξή μας.

Ποια είναι η σχέση όλων αυτών με το σημερινό θέμα μας ή γενικότερα με το σημερινό άνθρωπο;

Πρώτον κατανοούμε από που προέρχονται τα δύο βασικά και καθοριστικά ένστικτα που έχουμε, δηλαδή η επιθετικότητα και η σεξουαλικότητα. Τα ζώα χρειάζονται την επιθετικότητα για την επιβίωσή τους και τη σεξουαλικότητα για τη διαιώνιση του είδους. Ο άνθρωπος, μέσα από τον πολιτισμό που δημιούργησε έχει τροποποιήσει τις μορφές εκδήλωσης των δύο αυτών ενστίκτων, συνεχίζει όμως να τα έχει για τον ίδιο σκοπό. Εξαιτίας όμως των περιορισμών που επέβαλε στις παρορμήσεις του αυτές, βρίσκεται σε μια συνεχή εσωτερική σύγκρουση από την οποία προέρχονται τα περισσότερα προβλήματά μας.

Δεύτερον: Με τις σωματικές αλλαγές που προέκυψαν κατά την εξέλιξή μας η μορφή και το μέγεθος της λεκάνης της γυναίκας δεν επιτρέπει την πλήρη διόγκωση του εγκεφάλου, οπότε το βρέφος γεννιέται πρόωρα. Ο εγκέφαλος εξελίσσεται δηλαδή και μετά τη γέννα, με αποτέλεσμα το μικρό παιδί να εξαρτάται πλήρως από το περιβάλλον του για αρκετά χρόνια.

Η περαιτέρω ανάπτυξη του εγκεφάλου δεν προκύπτει μόνο εξαιτίας του χρόνου που υπολείπεται, αλλά κυρίως εξαιτίας της επίδρασης του περιβάλλοντος πάνω στους νευρώνες. Οι περίπου 100 δισεκατ. νευρώνες που έχουμε επηρεάζονται σημαντικά σε μορφή, μέγεθος και αριθμό μέσα από τα ερεθίσματα που δέχονται από το περιβάλλον. Νευρώνες που δε δέχονται ερεθίσματα αχρηστεύονται και άλλοι που ερεθίζονται διαμορφώνονται ανάλογα.

Η τεράστια σημασία των πρώτων μηνών και χρόνων της ζωής γίνεται πλέον αποδεκτή απ'όλες τις επιστήμες. Αυτό που μας διδάσκουν τώρα οι νευροφυσιολόγοι επικυρώνει εμμέσως πλην σαφώς αυτό που ισχυρίστηκε η ψυχαναλυτική θεωρία, πριν περίπου 100 χρόνια, ότι δηλαδή το περιβάλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής, καθορίζει ουσιαστικά την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Κάθε μικρό παιδί δέχεται από τη μέρα που γεννιέται διάφορα ερεθίσματα από το εσωτερικό του σώματός του κι από το περιβάλλον. Πεινάει, διψάει, πονά, κρυώνει κ.λ.π. Ανακουφίζεται όταν οι ανάγκες του καλύπτονται, δυσανασχετεί όταν αυτές δεν καλύπτονται, τη στιγμή και με τον τρόπο που θέλει αυτό.

Κι επειδή καμιά μάνα δε μπορεί να καλύψει ανά πάσα στιγμή κάθε ανάγκη, το παιδί βιώνει κάθε τόσο φόβο και διάφορες ματαιώσεις. Έτσι δημιουργείται η αίσθηση του καλού και του κακού. Η μάνα - (το περιβάλλον) - είναι καλή όταν καλύπτονται οι ανάγκες μου, μειώνονται οι φόβοι μου, ασχολείται μαζί μου και είναι κακή όταν συμβαίνει το αντίθετο. Αρχικά, όσο το παιδί δικαιούται να είναι αυθόρμητο, εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του με φωνές, κλάμα και άλλες μορφές επιθετικότητας. Στην πορεία αναγκάζεται ν'αναπτύξει και άλλους, διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς (μηχανισμούς άμυνας όπως τους ονομάζουμε), έτσι ώστε να μπορεί να μειώνει τους φόβους του και να εκδηλώνει τη δυσαρέσκεια ή το θυμό του, με έναν τρόπο όμως που θα είναι κοινωνικά αποδεκτός.

Με άλλα λόγια ο παραδεισένιος κόσμος στη μήτρα έχει τελειώσει κι έχει αρχίσει ο αντιφατικός, απαγορευτικός, ματαιωτικός, απειλητικός, άδικος αλλά και ταυτόχρονα ευχάριστος κόσμος.

Κάτω απ'αυτές τις συνθήκες λοιπόν κάθε παιδί αναγκάζεται να αναπτύσσει προσαρμοστικούς τρόπους συμπεριφοράς για να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και απαιτήσεις, αρχικά των γονιών και στη συνέχεια των δασκάλων, καθηγητών, εργοδοτών, συντρόφων κ.λ.π. Το σενάριο αυτό της παιδικής ηλικίας, απέναντι στο οποίο δυσανασχετούμε και εναντιωνόμαστε, ως ενήλικα άτομα αργότερα, όχι μόνο το υιοθετούμε, αλλά το επαναλαμβάνουμε και το μεταφέρουμε στα ίδια τα παιδιά μας.

Αρκετοί συγγραφείς αναφέρονται σε τρία σημαντικά πλήγματα που έχει υποστεί η ανθρωπότητα τις τελευταίες εκατονταετίες. Το πρώτο ήταν η ανακάλυψη της θέσης της γης μέσα στο σύμπαν, ότι δηλαδή η γη δεν είναι επίπεδη και σταθερή, αλλά μια σφαίρα που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Το δεύτερο πλήγμα ήταν η ανακάλυψη της προέλευσης του ανθρώπου, ότι δηλαδή οι πρόγονοί μας ήταν πίθηκοι. Και το τρίτο ήταν η ανακάλυψη του ασυνειδήτου, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι τελικά κυρίαρχος του εαυτού του, αλλά λειτουργεί υπό την επίδραση ασυνείδητων δυνάμεων, φόβων ή αναγκών του.

Το τρίτο και ίσως το μεγαλύτερο αυτό πλήγμα που έχουμε υποστεί μας ενδιαφέρει σήμερα περισσότερο. Το γεγονός ότι δε λειτουργούμε λογικά αλλά συναισθηματικά, ότι τη λογική τη χρησιμοποιούμε για να δικαιολογήσουμε τις συναισθηματικές μας ανάγκες και τους φόβους, ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος, αλλά υποκειμενικές απόψεις κ.λ.π. δε μπορούμε να το αποδεχθούμε και να το προσεγγίσουμε.

Ένας δάσκαλός μου σε μια του ομιλία είχε πει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο είναι «φυσιολογικοί υπνοβάτες!!». Έρχονται στη ζωή και φεύγουν χωρίς να συνειδητοποιήσουν τι πραγματικά συμβαίνει μέσα τους και στο περιβάλλον τους. Η ενημέρωση ή η εκπαίδευση στο τομέα της ψυχολογίας και ιδιαίτερα των ασυνείδητων δυνάμεων παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη, καθότι δε μαθαίνουμε τίποτα σχετικό, ούτε στο σπίτι, ούτε στο σχολείο, ούτε από τα ΜΜΕ.

Καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής μας προσπαθούμε να καλύψουμε τις συναισθηματικές μας ανάγκες, όπως είναι η αγάπη, η ασφάλεια, η αποδοχή, η κατανόηση, η ενθάρρυνση, η δικαίωση, η προβολή, η εξουσία κ.λ.π. Όταν υπάρχουν ανάγκες υπάρχουν και οι αντίστοιχοι φόβοι, όπως είναι ο φόβος της μοναξιάς, της απόρριψης, της αποθάρρυνσης, της ενοχής, της απώλειας, του θανάτου κ.α. Αυτό που μας κάνει διαφορετικούς και μας χαρακτηρίζει, σχετίζεται άμεσα με τους αμυντικούς μηχανισμούς, που αναγκαζόμαστε να αναπτύξουμε και να χρησιμοποιούμε. Δε γεννιόμαστε δηλαδή υποχωρητικοί, διεκδικητικοί, σπάταλοι, φιλάργυροι, συγκρατημένοι, εξωστρεφείς, εσωστρεφείς, απόμακροι, εξαρτητικοί, σχολαστικοί, υπεύθυνοι, ανεύθυνοι, εξουσιαστές, εξουσιαζόμενοι κ.λ.π. Με έναν ασυνείδητο τρόπο, χωρίς δηλαδή να το καταλαβαίνουμε, «επιλέγουμε» την εκάστοτε συμπεριφορά.

Παραδείγματα: (το όμορφο και χαριτωμένο κοριτσάκι βιώνει ότι γίνεται αγαπητό κι αποδεχτό μέσα από την ομορφιά και τη χάρη, δηλαδή τη θηλυκότητά της ? αργότερα θα γίνει μια προκλητική γυναίκα για να καλύπτει την ανάγκη της για αποδοχή και επιβεβαίωση - μια υπερπροστατευτική και αποπνικτική μάνα, θα αναγκάσει το παιδί της να γίνει απόμακρο, καχύποπτο, περίεργο ή μοναχικό, καθότι θα φοβάται κάθε συναισθηματική προσέγγιση που θα του θυμίζει τη συμπεριφορά της μητέρας του - από ένα αυστηρό περιβάλλον θα προκύψει ένα συγκρατημένο παιδί- για το θέμα αυτό θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια).

Ένας γνωστός μηχανισμός άμυνας είναι η απώθηση. Ό,τι δεν το αντέχω συναισθηματικά το απωθώ κι έτσι το ξεχνώ. Ένας επίσης συνηθισμένος μηχανισμός άμυνας είναι η προβολή. Ότι δεν αντέχω για μένα, το προβάλω στον άλλο, κι έτσι ο άλλος θεωρείται ο φταίχτης (φταίει η κυβέρνηση, η CIA , ο σύντροφος, το παιδί, οι Αλβανοί, οι Ουκρανές, οι παπάδες, οι καθηγητές, ο σύλλογος ή το σωματείο τάδε κ.λ.π.).

Επειδή δεν το επιτρέπει ο χρόνος δε μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες αυτού του πολύ ενδιαφέροντος θέματος. Σημασία έχει να γνωρίσουμε κι όσο γίνεται να αποδεχτούμε τη σπουδαιότητα των βιωμάτων της παιδικής ηλικίας που καθορίζει την εξέλιξη της εκάστοτε προσωπικότητας. Επίσης να ξέρουμε ότι συνεχώς συμβαίνουν ασυνείδητες διεργασίες μέσα μας που μας οδηγούν σε αντίστοιχες επιλογές. Κάθε επιλογή συντρόφου, φίλου, επαγγέλματος, απόφασης, θέματος, ιδεολογίας, συνεύρεσης κ.λ.π. έχει πάντα και μια ασυνείδητη πλευρά, η οποία πολλές φορές είναι και καθοριστική. Γι'αυτό άλλωστε συμβαίνουν τόσα πολλά παράλογα πράγματα, γι'αυτό άλλα λέμε κι άλλα εννοούμε και δεν κατανοούμε ο ένας τον άλλο, γι'αυτό τσακώνονται τα ζευγάρια, τα πολιτικά κόμματα, οι σύλλογοι και τα σωματεία μεταξύ τους, γι'αυτό αναπτύσσουμε διάφορα ψυχογενή συμπτώματα, όπως είναι οι φοβίες, κάποιες μορφές κατάθλιψης, ταχυκαρδίας ή πονοκεφάλων, γι' αυτό η επικοινωνία και η συνεργασία μεταξύ μας πολλές φορές είναι τόσο δύσκολη.

Ας δούμε τώρα τι γίνεται μ'εμάς τους Κωνσταντινουπολίτες.

Σε μια πρώτη φάση θα λέγαμε ότι ανήκουμε σε μια μειονότητα και με την έννοια αυτή έχουμε κι εμείς τα χαρακτηριστικά μιας μειονότητας. Αλλά κάθε μειονότητα έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες που απορρέουν από ιστορικούς, κοινωνικούς πολιτικούς ή άλλους παράγοντες.

Η τεράστια σημασία και επίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της εμφάνισης των Νεότουρκων, της Μικρασιατικής καταστροφής, της εχθρικής στάσης των Τούρκων προς τις μειονότητες, της αδιαφορίας των Ελληνικών κυβερνήσεων, κ.λ.π. είναι λίγο ως πολύ γνωστές. Γι'αυτό θα επικεντρώσω την προσοχή σας περισσότερο σε ψυχολογικούς παράγοντες, οι οποίοι βέβαια επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από το όλο πολιτισμικό πλαίσιο. Οι σκέψεις που ακολουθούν είναι καθαρά προσωπικές καθότι σχετική (ψυχαναλυτική) ερευνητική δουλειά δεν έχει γίνει ή δεν τη βρήκα εγώ στη βιβλιογραφία. Άλλωστε η ψυχαναλυτική προσέγγιση των πραγμάτων στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα μόλις είχε ξεκινήσει.

Όπως ίσως σε κάθε κοινωνική ομάδα έτσι και στο Πολίτικο περιβάλλον μπορείς να συναντήσεις κάθε τύπο ανθρώπου. Υπάρχουν δηλαδή οι απόμακροι, επιφυλακτικοί, καχύποπτοι τύποι που αποφεύγουν τις στενές φιλίες και σχέσεις (σχιζοειδείς προσωπικότητες), υπάρχουν αντίθετα οι δοτικοί, προστατευτικοί, υποχωρητικοί, εξαρτητικοί τύποι (καταθλιπτικές προσωπικότητες). Θα συναντήσουμε επίσης το μεθοδικό, συνεπή, εργατικό, συγκρατημένο, σχολαστικό τύπο ( ψυχαναγκαστική προσωπικότητα), όπως και τον εξωστρεφή, ζωντανό, ανεύθυνο, ανοργάνωτο, ασυνεπή τύπο (υστερική προσωπικότητα).

Αυτό όμως που μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι μεταξύ των αντρών που γνωρίζω - και δεν είναι λίγοι - δε συνάντησα κανέναν που δεν έχει αρκετά έντονα αυτά που ονομάζουμε ψυχαναγκαστικά στοιχεία. Λίγο ως πολύ όλοι οι άντρες από την Πόλη είναι εργατικοί, κουβαλητές, οικογενειάρχες, συγκρατημένοι, του σωστού και λάθους, συνεπείς στο χρόνο, στο χρήμα και στις υποσχέσεις, τυπικοί μέχρι σχολαστικοί, πιστοί στις παραδόσεις, θέλουν να ξέρουν και να ελέγχουν, να ταξινομούν, να προγραμματίζουν, να προβλέπουν, ενοχλούνται με τις αλλαγές, το ρίσκο, την ασυνέπεια, την παρανομία, αγχώνονται με το χρόνο και τις υποχρεώσεις, συλλέγουν και δεν πετούν εύκολα ρούχα, χαρτιά ή άλλα υποτίθεται «χρήσιμα» αντικείμενα, νιώθουν να έχουν να κάνουν πολλά και δεν τους φτάνει ο χρόνος, είναι τελειομανείς, δύσκολα αφήνονται, δύσκολα χαίρονται, είναι διστακτικοί, δύσκαμπτοι, έχουν ακλόνητη εμμονή για τις ιδέες τους, είναι εξουσιαστικοί κ.λ.π.

Αυτά και συναφή χαρακτηριστικά τα έχουν κυρίως οι ψυχαναγκαστικές προσωπικότητες. Για ψυχαναγκασμό μιλάμε όταν ωθείτε κανείς, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί, στο να κάνει ή να σκέφτεται συγκεκριμένα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο. Αν αναλογιστεί κανείς τα αίτια που οδηγούν σ'αυτόν τον τύπο προσωπικότητας και τα συγκρίνει με τον τρόπο που μεγάλωναν τα παιδιά στην Πόλη δε θα παραξενευτεί με τη διαπίστωση αυτή. Ο καθωσπρεπισμός, η αυστηρότητα του γονέα, ο φόβος για τιμωρία από τις εκάστοτε εξουσίες και αρχές, η θρησκευτική προσήλωση και οι τελετουργίες, η αυξημένη προσδοκία από τα αγόρια για προκοπή, εργατικότητα, τιμιότητα, φιλότιμο και προστασία των κοριτσιών, οι διάφορες απαγορεύσεις εξαιτίας των πραγματικών ή υποθετικών κινδύνων του περιβάλλοντος όπως και άλλα παρόμοια εμπόδια, περιόριζαν τον αυθορμητισμό των παιδιών και οδηγούσαν στη συγκράτηση, στην ανάγκη για έλεγχο των παρορμήσεων και των επιθυμιών και κατ'επέκταση και στις ενοχές. Οι συνθήκες αυτές αναπτύσσουν ψυχαναγκασμό.

Και στις γυναίκες από την Πόλη παρατηρούμε τέτοια στοιχεία, τα οποία εκδηλώνονται περισσότερο με την τάξη στο σπίτι, την καθαριότητα, το άγχος για το τι θα μαγειρέψουμε, τι θα πει ο κόσμος, για τα μαθήματα των παιδιών, τα τέλεια τραπεζώματα κ.α., και λιγότερο με το επάγγελμα, τις οικονομικές υποχρεώσεις ή τις σεξουαλικές επιδώσεις.

Τα ψυχαναγκαστικά άτομα δε συμπεριφέρονται όλα με τον ίδιο τρόπο. Κάποιος δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ταξινόμηση των cd του, άλλος τοποθετεί με ιδιαίτερη προσοχή τα ρούχα του, άλλος τα βιβλία του κ.λ.π. Επίσης, για να μπορεί να ισορροπεί και να εκτονώνεται ένα τέτοιο άτομο, συνέχεια ή κατά περιόδους, λειτουργεί σε κάποιους τομείς εντελώς αντίθετα. Μπορεί για παράδειγμα να είναι σχολαστικός σε πολλά πράγματα, το γραφείο του όμως να είναι άνω κάτω. Μπορεί να αποφεύγει την επιθετικότητα, αλλά όταν την επιτρέψει να γίνεται ο χαμός. Μπορεί συνεχώς να υπολογίζει τη δραχμή και κάποια στιγμή να ξοδέψει πάρα πολλά. Μπορεί να θέλει να είναι συνεπής στην ώρα του και να αγχώνεται γι'αυτό, αλλά συχνά να αργοπορεί στο ραντεβού εξαιτίας της ανάγκης που νιώθει να αξιοποιεί κάθε λεπτό. Ο κόσμος των ατόμων αυτών είναι γεμάτος με «πρέπει», υποχρεώσεις, άγχος κι ενοχές.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε και τους κοινωνικούς ή άλλους παράγοντες που έχουν συμβάλλει σ'αυτούς ή σε παρόμοιους τρόπους συμπεριφοράς. Ο συνεχής φόβος που επικρατούσε στην Πόλη δεν επέτρεπε ούτε τους γονείς, ούτε τα παιδιά να είναι ο εαυτός τους, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, και να νιώθουν ελεύθεροι. Η αδιαφορία των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων επιδείνωνε την ανασφάλεια, με αποτέλεσμα ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αποτελεί ίσως τον μόνον θεσμό εξουσίας, ασφάλειας και σημείου αναφοράς. Οι θρησκευτικές γιορτές και τελετουργίες προσέφεραν πεδίο συσπείρωσης και ασφάλειας. Παράλληλα βέβαια τα πρέπει ή δεν πρέπει, τα πότε - τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται, οι κανόνες και άλλοι παράγοντες που οδηγούν σε ψυχαναγκασμό, έπαιζαν σημαντικό ρόλο.

Γενικότερα ήταν σημαντικό να ακολουθεί κανείς τον καθωσπρεπισμό και την ενάρετη ζωή. Σεξουαλικές επαφές πριν το γάμο απαγορεύονταν, ο αυνανισμός προβαλλόταν ως αμαρτία, όταν σου προσέφεραν κάποιο γλυκό, στην αρχή έπρεπε να πεις, «όχι ευχαριστώ»....

Κάθε τι που επαναλαμβάνεται προσφέρει σιγουριά (γιορτές και τελετουργίες, θρησκευτικές ή όχι). Γι'αυτό άλλωστε αναπτύσσεται και η παράδοση. Κάθε πρώτη Τρίτη του μήνα για παράδειγμα ήταν η μέρα της μητέρας μου, όπου μαζεύονταν συγγενείς και φίλες για τσάι, γλυκά και κουβέντα. Σε άλλες οικογένειες υπήρχε το Κουν-καν ή το ποκεράκι. Η προετοιμασία ενός πολίτικου τραπεζιού διαρκούσε καμιά φορά επί μέρες. Όλες αυτές οι συνήθειες κάλυπταν αφενός τις συνειδητές ανάγκες όπως είναι η συνεύρεση με φίλους, το παιχνίδι κι η διασκέδαση κι αφετέρου τις ασυνείδητες, όπως είναι οι διάφορες μορφές ανασφάλειας. Φτιάχνοντας π.χ. τους καλύτερους ντολμάδες ή φορώντας το ακριβό φόρεμα καλυπτόταν η ανάγκη για ανταγωνισμό και για αύξηση της αυτοεκτίμησης.

Οι ατέρμονες συζητήσεις για τις εμπορικές συναλλαγές, την πολιτική, τα εκκλησιαστικά θέματα κ.α. κάλυπταν το φόβο για την εκδήλωση συναισθηματικής προσέγγισης. Τα ψυχαναγκαστικά άτομα χρησιμοποιώντας το μηχανισμό άμυνας που λέγεται «μόνωση» απομονώνουν τα συναισθήματα από τη λογική. Η λογική θεωρείται σημαντική ενώ η εκδήλωση των συναισθημάτων προκαλεί φόβο και ντροπή. Αυτό συμβαίνει, όταν η αυθόρμητη και συναισθηματική μας πλευρά έχει κατά την παιδική ηλικία εμποδιστεί, απαγορευτεί η τιμωρηθεί.

Τα παιδιά από την άλλη πλευρά ταυτίζονταν με τις συνήθειες και συμπεριφορές αυτές, μέσα από τις οποίες ενισχύονταν τα «πρέπει» και οι υποχρεώσεις τους, εις βάρος του αυθορμητισμού, ή του παιχνιδιού τους.

Οι καλοπροαίρετες προσπάθειες των Ρωμιών να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και τους κανόνες από τη μια πλευρά και ο φόβος ή οι απειλές του περιβάλλοντος από την άλλη εκ των πραγμάτων προκαλούσαν συγκράτηση και έλεγχο και κατ'επέκταση ψυχαναγκασμό.

Ιδιαίτερα στις γυναίκες, αλλά και στους άνδρες δε συναντάμε μόνο ψυχαναγκαστικά στοιχεία. Θα παρατηρήσουμε και χαρακτηριστικά όπως είναι η ζήλια, η ανευθυνότητα, η ανάγκη για αλλαγές, η πρόκληση, η συνεχής ανάγκη για επιβεβαίωση, τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα κ.λ.π. που εκδηλώνουν περισσότερο οι υστερικοί ή οι ναρκισσιστικοί τύποι που συναντάμε ιδιαίτερα μεταξύ των Ελλαδιτών.

Μια σημαντική εμπειρία που βίωσαν οι Πολίτες ήταν η μετανάστευσή τους στην Ελλάδα. Κάθε μετακόμιση, ακόμη κι όταν είναι επιθυμητή και μέσα στην ίδια την πόλη, δημιουργεί προβλήματα, ιδιαίτερα στα παιδιά που αναγκάζονται ν'αλλάξουν περιβάλλον, σχολείο και φίλους. Μπορούμε να υποθέσουμε λοιπόν ότι μια μετανάστευση σε άλλη χώρα και μάλιστα με τη μορφή ενός ξεριζωμού πόσο οδυνηρή μπορεί να είναι. Προκαλεί έντονα συναισθήματα απώλειας, λύπης, φόβου και ανασφάλειας, επιθετικότητας, αμφιθυμίας, ακόμα και ενοχής. Χάνεις τα πάντα και δε ξέρεις που πας, τι θα συναντήσεις, πως θα τα βγάλεις πέρα. Είναι σαν να σε παίρνουν από τη μάνα και να σε στέλνουν σε μια ξένη γυναίκα (στην περίπτωσή μας σε μια......μητριά).

Κάθε απώλεια ακολουθείται από ένα πένθος. Η φυσιολογική διεργασία πένθους σε περίπτωση θανάτου ενός αγαπητού προσώπου ακολουθεί περίπου την εξής πορεία: αισθήματα απώλειας, μοναξιάς, λύπης και στεναχώριας, επιθετικότητας (πως μ'αφήνεις και φεύγεις), ενοχής (τι κρίμα που έκανα ή δεν έκανα αυτό ή το άλλο με το συγκεκριμένο πρόσωπο), αμφιθυμίας (θυμόμαστε τα ευχάριστα και δυσάρεστα βιώματα), σταδιακή αποστασιοποίηση από το γεγονός και αποδοχή του θανάτου του νεκρού.

Η διεργασία αυτή δεν έχει ως στόχο να ξεχάσουμε αυτό που χάσαμε, αλλά αντίθετα να το ενδοβάλλουμε, μ'έναν τρόπο όμως, ώστε η ανάμνησή του να μην προκαλεί αρνητικά ή ακόμα και παθολογικά συναισθήματα ή συμπεριφορές, όπως είναι η μοναξιά, η κατάθλιψη ή ακόμα και η αυτοκτονία. Τότε μιλάμε για παθολογική διεργασία πένθους. Στην περίπτωση αυτή μέσα από μηχανισμούς όπως είναι η απώθηση ή η άρνηση, δε μπορούμε να αποδεχτούμε και να συμφιλιωθούμε με την απώλεια και παραμένουμε προσκολλημένοι στη θλίψη, την επιθετικότητα, τις ενοχές και σ'άλλα συναισθήματα που μας ταλαιπωρούν.

Έχω την εντύπωση ότι αρκετοί Πολίτες δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να πενθήσουν ικανοποιητικά την απώλεια της Πόλης. Σ'αυτό συνέβαλλαν και οι διάφορες συνθήκες που επικράτησαν κι επικρατούν κι εκεί κι εδώ. Συνεχώς κατηγορούμε τους Τούρκους ή την Τουρκία που μας έδιωξε. Μένουμε προσκολλημένοι στο θυμό, την επιθετικότητα, την αμφιθυμία (γλιτώσαμε από τους Τούρκους αλλά χάσαμε την Πόλη) και την ενοχή (μήπως δεν έπρεπε να φύγουμε). Κάποιοι από εμάς ίσως έχουν φτάσει στο ικανοποιητικό σημείο να λένε: «δε ζω εκεί, αλλά είναι δικιά μου». Δε φταίμε βέβαια για όλα αυτά. Το ίδιο θα συνέβαινε αν μας έδιωχναν οι γονείς από το σπίτι. Θα είχαμε ένα σωρό ανάμεικτα συναισθήματα. Τα ? των Αθηναίων κατάγονται από την επαρχία. Δε ζουν στα χωριά τους, αλλά κάθε τόσο τα επισκέπτονται, τα θεωρούν δικά τους. Εμείς δεν μπορέσαμε να διατηρήσουμε αυτή τη σχέση εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που γνωρίζουμε όλοι. Επίσης πολλοί από μας απέκλεισαν τα παιδιά τους να συμπεριλάβουν στην ταυτότητά τους την Πόλη ως κάτι θετικό και ευχάριστο. Για πολλά χρόνια, δεν επισκεφτήκαμε την Πόλη μαζί τους.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος σχετίζεται με την εδώ προσαρμογή. Δεν ήταν εύκολη και για κάποιους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο ξεριζωμός όπως είπαμε δημιουργεί θλίψη και επιθετικότητα. Για να αποφύγει κανείς τη θλίψη επιτρέπει στον εαυτό του περισσότερο την επιθετικότητα. Στην περίπτωσή μας, αυτή στράφηκε όχι μόνο προς τους Τούρκους αλλά και προς την Ελλάδα και τους Ελλαδίτες (τι χάλια τόπος είναι εδώ, τι χάλια άνθρωποι είναι αυτοί - ενώ εμείς στην Πόλη....). Το φαινόμενο αυτό καλλιεργήθηκε κι από τους Ελλαδίτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν είναι θετικά διατεθειμένοι προς τους ξένους - όπως άλλωστε και οι περισσότεροι λαοί. Ο εισβολέας προκαλεί πάντα φόβο και ταραχή που στην περίπτωσή μας οδήγησε στην κοροϊδία και υποτίμηση, ως αμυντική διεργασία. Κυρίως τα παιδιά μας, αλλά εν μέρη κι εμείς νιώθαμε ντροπή για τη φτωχή γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε, ή για την προφορά μας.

Ένας άλλος παράγοντας που επηρέασε την κατάσταση αυτή ήταν η εξιδανίκευση της Ελλάδας που είχε καλλιεργηθεί από χρόνια και η προσγείωση στη πραγματικότητα μετά τη μετανάστευση. Φυσικά, η διαφορετική νοοτροπία μεταξύ Πολιτών και Ελλαδιτών συνέβαλλε επιπρόσθετα στην αρχική δυσκολία αποδοχής και προσαρμογής μας. Οι Πολίτες, όπως προαναφέρθηκε, ανήκουν περισσότερο στην κατηγορία της ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας, ενώ οι Ελλαδίτες σ'αυτήν της υστερικής ή της ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Στις περιπτώσεις αυτές η ανάγκη προβολής και η εικόνα προς τα έξω αποκτά ιδιαίτερη σημασία με αποτέλεσμα ο άλλος να χρησιμοποιείται προς όφελος του εαυτού.

Κι έτσι έκλεισε ο φαύλος κύκλος, με αποτέλεσμα να γκετοποιηθούν οι περισσότεροι Πολίτες, είτε μεταξύ τους, είτε μέσα από συλλόγους και σωματεία. Η γκετοποίηση βέβαια δε σημαίνει απαραίτητα κάτι αρνητικό. Δυσκολεύει την προσαρμογή, αλλά διατηρεί την ταυτότητα, παράλληλα όμως και την αμφιθυμία, δηλαδή την ταυτόχρονη παρουσία αντίθετων συναισθημάτων, κατά κύριο λόγο αγάπης και μίσους.

Από την άλλη πλευρά οι κοινές ρίζες, η ίδια γλώσσα και θρησκεία, γνωστά ήθη κι έθιμα και η «προετοιμασία εδάφους» που προηγήθηκε, βοήθησαν αρκετούς από μας να προσαρμοστούμε σχετικά γρήγορα στη νέα πατρίδα. Η γκετοποίηση δηλαδή δεν πήρε τη κλασική μορφή μιας μειονότητας, όπως είμαστε στην Πόλη. Περιορίστηκε στις φιλίες, παρέες και εκδηλώσεις και τούτο περισσότερο σ'εκείνους που ήρθαν σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Ενώ τα παιδιά μας είναι πλήρως προσαρμοσμένα, χωρίς όμως να αισθάνονται Ρωμιοί.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα πως καταφέρνει π.χ. ακόμη και η τρίτη γενιά των Ποντίων να αισθάνονται Πόντιοι; Μπορεί κανείς να υποθέσει διάφορα. Νομίζω όμως ότι η βασικότερη διαφορά μας προκύπτει από το περιβάλλον στο οποίο έχουμε μεγαλώσει. Οι Πολίτες έζησαν σ'ένα κοσμοπολίτικο αστικό περιβάλλον, είναι αστοί. Στοιχεία όπως η μουσική, οι παραδοσιακοί χοροί, η τοπική ενδυμασία και άλλες συνήθειες ή τελετουργίες που ενισχύουν ή διατηρούν την ταυτότητα και την παράδοση δεν υπήρχαν ή αυτά που υπήρχαν δεν καλλιεργήθηκαν. (ο κινηματογράφος, το θέατρο, η ντισκοτέκ, τα εστιατόρια, οι θερινές διακοπές κ.α. δεν αποτελούν συνήθειες που ομαδοποιούν ή σε κάνουν να ξεχωρίζεις).

Ένα άλλο σημαντικό θέμα αποτελεί η σχέση μας με τους διάφορους συλλόγους. Με κίνητρο τη διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς, των αναμνήσεων και της ταυτότητας δημιουργήσαμε πολλούς συλλόγους και σωματεία, η προσφορά των οποίων ήταν σημαντική και αρκετές φορές αξιοθαύμαστη. Με τη πάροδο των χρόνων όμως άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα ανταγωνισμού και εξουσίας μεταξύ των συλλόγων αυτών και των μελών της.

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου ν'αναφέρω μερικά πράγματα για το γνωστό αυτό πρόβλημα της ανθρωπότητας. Αισθήματα ανταγωνισμού και εξουσίας βιώνουμε αρχικά στην οικογένειά μας. Τα αδέλφια μεταξύ τους αλληλοζηλεύονται και αλληλοανταγωνίζονται. Το φαινόμενο αυτό, όπως και η μάχη εξουσίας των γονέων αποτελούν συμπεριφορές που λίγο ως πολύ είναι αναπόφευκτες. Συνήθως ένας από τους δύο γονείς έχει το πάνω χέρι και επομένως εξουσιάζει. Ο άλλος ακολουθεί πειθαρχικά ή εξουσιάζει παθητικά, προβάλλοντας την ανημποριά του και αναγκάζοντας έμμεσα τους άλλους να υποτάσσονται και να ακολουθούν. Με όποιον γονέα ή με όποια συμπεριφορά κι αν ταυτιστεί το παιδί θα αποκτήσει πρόβλημα εξουσίας. Ή θα γίνει εξουσιαστής ή θα γίνει εξουσιαζόμενος και επομένως αργότερα θα λειτουργεί και θα επιλέγει ανάλογα. Θα επιδιώκει δηλαδή θέσεις ή ρόλους εξουσίας ή το αντίθετο. Οι επιλογές και η συμπεριφορά του θα εξαρτώνται από το μέγεθος του συγκεκριμένου προβλήματος της παιδικής ηλικίας.

Προβλήματα εξουσίας συναντάμε ιδιαίτερα στις ψυχαναγκαστικές προσωπικότητες. Η μάχη για εξουσία και υπεροχή και η ανάγκη να υποτάξεις τον άλλο και να τον πλάσεις σύμφωνα με τα δικά σου πρότυπα είναι αρκετά έντονες. Νέες προτάσεις και ελιγμοί προκαλούν φόβο, η ανάγκη να παραμένουν τα πράγματα ως έχουν είναι αυξημένη. Αν προσθέσουμε σ'αυτά και τις ανάγκες για έλεγχο, τελειότητα και εμμονή που επίσης χαρακτηρίζουν τα ψυχαναγκαστικά άτομα, μπορεί κανείς να φανταστεί πως θα εξελίσσεται ένας δεσμός, ένας γάμος, μια ομάδα εργασίας, ένα Δ.Σ. κ.α., όταν τα στοιχεία αυτά θα είναι έντονα.

Στην πλειονότητα των πολιτικών, των μεγαλοεπιχειρηματιών, των πανεπιστημιακών, των στρατιωτικών, των παπάδων κ.λ.π. συναντάμε επίσης παραδείγματα έντονης ανάγκης εξουσίας και ανταγωνισμού.

Κάτι παρόμοιο υποθέτω ότι συμβαίνει και στους Πολίτικους συλλόγους. Η ανάγκη για την «καρέκλα» και οι ανταγωνιστικές τάσεις οδηγούν σε αποσπάσεις και υποομάδες, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται συνεχώς ο αρχικός στόχος, όσο κι αν η σημαντική συμμετοχή γυναικών που συνήθως δεν είναι τόσο πεισματάρες πιθανώς να χαλαρώνει το ανταγωνιστικό κλίμα.

Τα συναισθήματα ματαίωσης και απογοήτευσης που προκύπτουν εξαιτίας αυτής της κατάστασης, αποτρέπουν πολλούς συμπολίτες να συμμετέχουν ενεργά στα όποια οράματα είχαν ή έχουν. Περιορίζονται συνήθως στη συμμετοχή σε κάποιες εκδηλώσεις (εκδρομή, διασκέδαση). Η συνεχής οικονομική ενίσχυση ωστόσο, είτε προέρχεται από γενναιοδωρία, είτε από ενοχή εξαιτίας της μη ενεργούς συμμετοχής, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη.

Το τελευταίο διάστημα πάντως παρατηρούμε μια αλλαγή, μια αυξημένη δραστηριότητα, η οποία κατά την άποψή μου δε μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., η οποία υποτίθεται θα βοηθήσει να αποκτήσουμε κάποια δικαιώματα ή ελευθερίες, όσο κι αν η προοπτική αυτή έχει τις λογικές της βάσεις.

Πιστεύω ότι η προσπάθεια συσπείρωσης δυνάμεων εδώ στην Αθήνα αλλά και στην Πόλη, η κινητοποίηση ατόμων που μέχρι πρόσφατα ήταν αμέτοχα, η οργάνωση παγκοσμίων συνεδρίων κ.λ.π. σχετίζεται με την υπαρξιακή κρίση που περνάμε ως Ρωμιοί της Πόλης. Οι περισσότεροι από εμάς βρίσκονται σε περίοδο κρίσης ηλικίας που στατιστικά κυμαίνεται μεταξύ των ηλικιών 45-60. Και η μετανάστευση των Κων/πολιτών ξεκίνησε πριν περίπου 50 χρόνια.

Υπαρξιακά ερωτήματα όπως το νόημα της ζωής ή «μετά από εμάς τι;» μαζί με το φόβο απώλειας της ταυτότητας φέρνουν στην επιφάνεια διάφορες μορφές ανασφάλειας μέχρι και το φόβο θανάτου. Η έντονη αυτή ανησυχία που πολλές φορές δε συνειδητοποιείται και δε μπορεί να κατονομαστεί, κινητοποιεί το άτομο σε δράση και σε αλλαγές με στόχο ν'αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας κατάθλιψης, ή ο φόβος γήρατος - θανάτου. Δεν είναι τυχαίο που την περίοδο αυτή πολλά άτομα αρχίζουν να γυμνάζονται, να ντύνονται νεανικά, να κάνουν παρέες ή δεσμούς με νεότερα άτομα, να επιτρέπουν εξωσυζυγικές περιπέτειες, να αναλαμβάνουν νέα καθήκοντα, να αναπτύσσουν καινούργια χόμπι, να υπερδραστηριοποιούνται στο χώρο εργασίας τους κ.λ.π. Εάν ρωτηθούν τα άτομα αυτά για τις αλλαγές αυτές, θα απαντήσουν με τα γνωστά, λογικά και συνειδητά επιχειρήματα. Τους ασυνείδητους φόβους όμως δε θα τους γνωρίζουν.

Η συνειδητοποίηση αμυντικών μηχανισμών και η γνώση περί αυτών δε σημαίνει βέβαια παραίτηση από την κάλυψη οποιασδήποτε ανάγκης. Στην περίπτωση αυτή δε θα προέκυπτε κανένα δημιούργημα, είτε αυτό λέγεται οικογένεια, είτε επιστήμη, είτε συγγραφή ενός βιβλίου, είτε τέχνη ή οτιδήποτε. Δε θα υπήρχε εξέλιξη.

Κάθε μορφή εξέλιξης πηγάζει από φόβους και συναισθηματικές ανάγκες όπως και η κάθε μορφή συμπεριφοράς. Ένα καλό παιδί γίνεται καλό, επειδή φοβάται την απόρριψη κι έχει την ανάγκη να τα'χει καλά με όλους. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα'πρεπε να γίνει καλό παιδί. Ένας συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο εξαιτίας της ανάγκης του για προβολή, ή επειδή ψάχνει τον ιδανικό αναγνώστη, ή επειδή επιθυμεί να γίνει επιτέλους κατανοητός (εφόσον κάποτε δεν τον καταλάβαινε η μητέρα του). Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα'πρεπε να γίνει συγγραφέας.

Σε τι τότε μπορεί να βοηθήσει η γνώση για τις ασυνείδητες διεργασίες;

Όταν ξέρεις ότι υπάρχουν και ότι καθορίζουν τον τρόπο συμπεριφοράς, τον τρόπο σκέψεις, τις επιλογές και αποφάσεις κάθε ανθρώπου, τότε μπορείς ευκολότερα να κατανοήσεις και να αποδεχθείς τον εαυτό σου και κατ'επέκταση τη διαφορετικότητα του άλλου. Έτσι, αν μη τι άλλο, βελτιώνεται ο τρόπος επικοινωνίας.

Επίσης, η διαπίστωση του πραγματικού προβλήματος και η εν μέρει τουλάχιστον λύση του γίνεται ευκολότερη. Ένας τσακωμός για παράδειγμα δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα, είναι το σύμπτωμα. Το πραγματικό πρόβλημα θα εντοπιστεί στις πλευρές της προσωπικότητας αυτών που τσακώνονται, είτε αυτό θα υποδηλώνει την ανάγκη για εξουσία, είτε την ανάγκη για δικαίωση είτε το φόβο απόρριψης, είτε την εμμονή για το σωστό ή λάθος, είτε κάτι άλλο.

Επανερχόμενοι στα δικά μας ας κάνουμε μια υπόθεση. Ασυνείδητοι λόγοι που ανέφερα πιο πάνω μαζί με τις συνειδητές, λογικές σκέψεις και υποθέσεις που κάνουμε, έχουμε δραστηριοποιηθεί και επιθυμούμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, να γνωριστούμε καλύτερα, να αποκτήσουμε δύναμη, να μας ακούσει ο κόσμος, εν ανάγκη να αποκτήσουμε πολιτικό λόγο που δεν είχαμε σχεδόν ποτέ, να επηρεάσουμε τα παιδιά μας προσθέτοντας στην ταυτότητά τους την πολίτικη προέλευσή τους, να καταγράψουμε τι έχει απομείνει στην Πόλη και πως μπορεί να διατηρηθεί ή να αναπτυχθεί κ.λ.π.

Παραμονεύει όμως ο κίνδυνος απογοήτευσης και παραίτησης. Κι αυτό θα συμβεί αν συνεχίσουμε να λειτουργούμε ως συνήθως, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι πολλές προσπάθειες που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο ήταν άκαρπες. Χωρίς αυτές ίσως δεν θα είχαμε φτάσει καν στις δυνατότητες που έχουμε σήμερα. Και δεν εννοώ μόνο το γηροκομείο ή το Βυζαντινό Κέντρο, αλλά και πολλά άλλα επιτεύγματα. Όμως τα προβλήματα εξουσίας του ενός ή του άλλου, η ανάγκη προβολής, η ζήλια κι ο ανταγωνισμός ενδέχεται να επιβραδύνουν και να εμποδίσουν τη συνεργασία ή ακόμα και να οδηγήσουν εκ νέου σε απογοήτευση και παραίτηση.

Σε επίπεδο προσωπικό αλλά και σε επίπεδο συλλογικό ως Ρωμιοσύνη περνάμε την υπαρξιακή μας κρίση, η οποία όπως προαναφέρθηκε μας ωθεί σε δράση. Γιατί λοιπόν να μην εκμεταλλευτούμε την κατάσταση αυτή; Ούτως ή άλλως τα γνωστά προβλήματα οικονομικής, πολιτικής ή άλλης φύσης υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ας μην προσθέτουμε σε αυτά και τις δυσκολίες που απορρέουν από τις μεταξύ μας σχέσεις.

Ένας συνηθισμένος φαύλος κύκλος επικοινωνίας σε μια ομάδα αυτογνωσίας 5 - 10 ατόμων είναι ο εξής: 2-3 άτομα θα διακόπτουν συχνά, θα λένε τα δικά τους, θα φέρνουν αντιρρήσεις, δε θα παρακολουθούν τον άλλο, θα τα ξέρουν όλα καλύτερα κ.λ.π. Οι υπόλοιποι είτε εξαρχής, είτε μετά από λίγο διάστημα θα σωπάσουν . Τι θα σκέπτονται και θα αισθάνονται οι δύο πλευρές; Οι μεν πρώτοι θα θυμώνουν μ'αυτούς που δε μιλάνε, οι δε άλλοι, επίσης θα θυμώνουν μ'αυτούς που συνεχώς μιλάνε. Πως συμβαίνει αυτό; Οι μεν πρώτοι που έχουν την ανάγκη προβολής, διεκδίκησης, εξουσίας κ.λ.π. χρειάζονται πεδίο δράσης και μάχης και για να το πετύχουν αυτό γίνονται με τον α ή β τρόπο προκλητικοί. Αντίθετα οι άλλοι που φοβούνται τις αντιδράσεις, την επιθετικότητα ή την απόρριψη και θέλουν να είναι καλοί με όλους, ή φοβούνται μην πουν καμιά βλακεία ή μη δυσαρεστήσουν τον άλλο, βολεύονται με τη σιωπή. Τη σιωπή όμως οι πρώτοι δεν την αντέχουν και γίνονται ακόμη πιο προκλητικοί. Και ούτω καθεξής.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στα Δ.Σ, στις ομάδες εργασίας κ.λ.π. όπου λίγο ως πολύ όλοι νιώθουν δυσάρεστα. Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι και οι δύο πλευρές συμβάλλουν στο πρόβλημα επικοινωνίας, όχι μόνο οι φαινομενικά προβληματικοί, πολυλογάδες, διεκδικητικοί ή εξουσιαστικοί. Η συνειδητοποίηση της πραγματικής αιτίας και κατ'επέκταση και η πιθανή αλλαγή συμπεριφοράς της μίας πλευράς, αναγκαστικά θα οδηγούσε στην αλλαγή συμπεριφοράς της άλλης.

Η γνώση περί ύπαρξης όλων αυτών που ανέφερα, της σημασίας δηλαδή των ψυχικών φαινομένων και των ασυνείδητων τάσεων, ακόμα κι αν ο καθένας δε γνωρίζει πλήρως τις πραγματικές του ανάγκες ή τους φόβους του, βοηθάει στην τροποποίηση μιας συγκεκριμένης στάσης, στην καλύτερη συνεργασία, στο άκουσμα της άλλης πλευράς και στην εποικοδομητική επικοινωνία, στην αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου, στη δημιουργία εφικτών στόχων κ.λ.π. Όσο δύσκολα κι αν φαίνονται όλα αυτά, αξίζει τον κόπο να κάνουμε την προσπάθεια. Όταν εμπλέκεται κανείς σε κάτι , πολλά μπορεί να καταφέρει.

Καλώ λοιπόν τον εαυτό μου και όλους εσάς να συμμετάσχουμε με όποιον τρόπο μπορούμε στην ευκαιρία που έχουμε, είτε αυτή απορρέει από τις ευνοϊκότερες πολιτικές συνθήκες, είτε εξαιτίας της υπαρξιακής κρίσης που περνάμε. Είναι πολλά τα θέματα και οι απαιτήσεις. Μπορούν όμως να συζητηθούν, να οργανωθούν και εν μέρει τουλάχιστον να καρποφορήσουν. Πολλά έχουν γίνει από υπομονετικά και αξιόλογα άτομα που έχουμε ανάμεσά μας. Τώρα μπορούν να γίνουν περισσότερα από περισσότερους. Αυτό θα συμβεί όμως μόνο, όταν το Εγώ και το Εσύ πάρει και τη μορφή του Εμείς, όταν ενωθούν όλα τα χέρια σε ένα και μοναδικό στόχο, στη διατήρηση και αξιοποίηση της Ρωμιοσύνης και της πολιτισμικής της κληρονομιάς, στην Πόλη, στην Αθήνα και παντού.

Σας ευχαριστώ

Παντελής Παπαδόπουλος