Ε.Ψ.Ε. ( Τμήμα Κεντρικής Ελλάδας )

Επιστημονική Ημερίδα (Περτούλι)

(ψυχοδυναμική προσέγγιση της αγχώδους διαταραχής)

Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι!

Αρχικά θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου για την πρόταση και πρόσκληση που μου έγινε να συμμετάσχω στην ημερίδα αυτή, η οποία, μεταξύ άλλων, πραγματοποιείται σε μια περιοχή με καταπληκτική φυσική ομορφιά. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον κ. Βράνα και τον κ. Στοφόρο, οι οποίοι κάλυψαν τις όποιες απορίες είχα με μία εντυπωσιακή ευγένεια και αμεσότητα.

Μια επιπλέον ικανοποίηση αποτελεί και η διαπίστωση ότι οι εκπρόσωποι διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων που αφορούν στην ψυχική υγεία όλο και πιο κοντά έρχονται ο ένας στον άλλο, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μειώνεται ο ψυχαναγκαστικός δογματισμός που προϋπήρχε αλλά αντίθετα να αυξάνει η μεταξύ τους συνεργασία.

Ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο γνωρίζουν ότι πίσω από κάθε απόλυτη στάση ή άποψη υπάρχει κάποια συναισθηματική ανάγκη και ο αντίστοιχος φόβος, τις περισσότερες φορές σε επίπεδο ασυνείδητο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι κάθε τι που λέγεται ή δε λέγεται, πράττεται ή δεν πράττεται πηγάζει από κάποια συναισθηματική ανάγκη ή φόβο. Και για να γίνω πιο σαφής επανέρχομαι στο δογματισμό που ανέφερα πιο πάνω.

Ο άνθρωπος για να μπορεί να έχει μια ικανοποιητική και σταθερή αίσθηση του εαυτού του υποχρεώνεται να διαφοροποιείται από τον άλλο. Παράλληλα όμως χρειάζεται τον άλλο. Την εσωτερική αυτή αντίθεση ή σύγκρουση την αντιμετωπίζει φυσιολογικά όταν είναι σε θέση να δημιουργεί και να διατηρεί μια σχέση χωρίς να απειλείται η αυτονομία του. Διαφορετικά, όταν δηλαδή η σχέση βιώνεται ως εισβολή, έντονη εξάρτηση ή ακόμα ως απειλή και διάλυση της ίδιας της ύπαρξης, τότε το συγκεκριμένο άτομο θα είναι απόμακρο, θα φοβάται τη στενή σχέση και γενικότερα θα αναπτύσσει διάφορους τρόπους συμπεριφοράς με σκοπό τη διατήρηση της αυτονομίας του. Ο δογματισμός για παράδειγμα θα αποτελεί έναν από τους αμυντικούς τρόπους που θα διαθέτει.

Την ανάγκη να ανήκουμε κάπου παράλληλα με το φόβο μη χάσουμε την ταυτότητά μας, τη συναντάμε και στο ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον. Ανήκουμε στην οικογένειά μας, στο φύλο μας, στο χωριό ή την πόλη μας, σε κάποια θρησκεία, ιδεολογία, επαγγελματική ή ποδοσφαιρική ομάδα.

Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία της ταυτότητάς μας. Η απώλεια, η απειλή ή η αμφισβήτησή τους βιώνονται ως προσβολή της ταυτότητας με αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται αμυντικοί μηχανισμοί, όπως είναι η εξιδανίκευση, η υποτίμηση, η εκλογίκευση, η προβολή κ.λ.π. Η εμμονή σε κάποια ιδεολογία, ο ρατσισμός, η διαγραφή από ένα πολιτικό κόμμα, ο αφορισμός από την εκκλησία, συσπειρώσεις, συγχωνεύσεις και συνθήκες από τη μία αλλά και πόλεμοι από την άλλη και πολλά άλλα φαινόμενα πηγάζουν κατά βάθος από παρόμοιους φόβους ή ανάγκες.

Έτσι και η ψυχανάλυση για να μπορέσει να διατηρήσει την ταυτότητά της και να εξελιχθεί λειτούργησε για πολλές δεκαετίες κατά κάποιο τρόπο δογματικά. Επόμενο ήταν να υπάρξουν στην πορεία διαφοροποιήσεις και αποσπάσεις.

Αναπτύχθηκαν άλλες θεωρίες και σχολές, οι οποίες αρχικά λειτούργησαν παρόμοια, δηλαδή με αυστηρούς κανόνες και υποτιμώντας η μία την άλλη. Σήμερα, όπου λίγο ως πολύ οι σχολές αυτές έχουν εδραιωθεί και δεν απειλείται η ύπαρξή τους, τείνουν να συνεργάζονται παρά να μάχονται.

Αναφερόμενος στα παραπάνω εστίασα έμμεσα την προσοχή σας στον τρόπο κατανόησης των πραγμάτων που χρησιμοποιεί η ψυχοδυναμική θεωρία.

Η ψυχοδυναμική, ως προσέγγιση που επιχειρεί να εξηγήσει συνολικά την ψυχική ανάπτυξη του ατόμου, έχει μακρά παράδοση στη μελέτη της παθολογίας της προσωπικότητας, της αιτιολογίας της, της παθογένεσης και της θεραπευτικής αντιμετώπισης των διαταραχών της προσωπικότητας. Παράλληλα έδωσε μία αντίληψη και κατανόηση του ανθρώπου και των σχέσεων, είτε στη δυαδική είτε στην ομαδική τους μορφή που εξακολουθεί να είναι πρωταρχική, αν όχι αξεπέραστη.

Και ειδικότερα:

Η βαθύτερη δομή του χαρακτήρα του κάθε ατόμου δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή χωρίς την προηγούμενη εκτίμηση δύο διαστάσεων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση: (α) το εξελικτικό επίπεδο οργάνωσης της προσωπικότητας, και (β) τις άμυνες που κυριαρχούν σε αυτό. Η πρώτη διάσταση αναφέρεται στο βαθμό της εξατομίκευσης ή της παθολογίας ενός ατόμου (ψυχωτική, μεταιχμιακή, νευρωτική, «φυσιολογική»), ενώ η δεύτερη αποκαλύπτει τον τύπο του χαρακτήρα αυτού του ατόμου (παρανοϊκός, καταθλιπτικός, σχιζοειδής, υστερικός κ.α.).

Π.χ. ένα άτομο με ιδεοληψίες μπορεί να χρησιμοποιεί μηρυκαστικές σκέψεις προσπαθώντας να αποτρέψει την ολική ψυχωτική του κατάρρευση. Σε ένα άλλο άτομο μπορεί η ιδεοληψία να συνιστά τμήμα της δομής μιας μεταιχμιακής προσωπικότητας. Κι ένα άλλο ιδεοληπτικό άτομο μπορεί να έχει μια νευρωτική προς φυσιολογική οργάνωση προσωπικότητας.

Μία παλαιότερη σημαντική διάκριση ήταν αυτή που έγινε ανάμεσα στις «νευρώσεις συμπτωμάτων» και στις «νευρώσεις του χαρακτήρα». Αυτή η διάκριση εξακολουθεί να αντανακλάται στο DSM , στο οποίο οι καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως «διαταραχή» τείνουν να είναι εκείνες που οι ψυχαναλυτές αποκαλούν συνήθως νευρώσεις, ενώ ορισμένες καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως «διαταραχές προσωπικότητας» αντιστοιχούν στην παλιά αναλυτική έννοια του νευρωτικού χαρακτήρα.

Προκειμένου να αξιολογήσουν αν ένα άτομο υποφέρει από μια νεύρωση συμπτωμάτων ή από ένα πρόβλημα του χαρακτήρα, οι θεραπευτές εκπαιδεύονται στη συλλογή των ακόλουθων δεδομένων κατά τη διαγνωστική φάση:

1. Διαπιστώνεται κάποιο συγκεκριμένο σημείο έναρξης των προβλημάτων, ή αυτά υπήρχαν από τότε που ο ασθενής θυμάται τον εαυτό του;

2.Υπάρχει μια έντονη αύξηση στο άγχος που βιώνει ο ασθενής, ιδιαίτερα στα νευρωτικά συμπτώματα, ή διαπιστώνεται μόνο μια αυξανόμενη επιδείνωση της συνολικής συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου;

3.Ο ασθενής ήρθε μόνος του στον ειδικό ή μήπως άλλοι τον παρέπεμψαν για θεραπεία (συγγενείς, φίλοι, το νομικό σύστημα ή κάποια άλλη πηγή);

4.Τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του ασθενή είναι Εγω-δυστονικά δηλαδή γίνονται αντιληπτά από εκείνον ως προβληματικά και παράλογα, ή Εγω-συντονικά, δηλαδή ο ασθενής θεωρεί ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος αντίδρασης στις τρέχουσες συνθήκες της ζωής του;

5.Η ικανότητα του ατόμου να κατανοεί σε προοπτική τα προβλήματά του είναι επαρκής (το «παρατηρησιακό Εγώ» ή το «Εγώ που παρατηρεί» στην αναλυτική γλώσσα) ώστε να αναπτύξει μια σχέση με το θεραπευτή ενάντια στο προβληματικό σύμπτωμα, ή φαίνεται ότι ο ασθενής ενδεχομένως θεωρεί τον κλινικό είτε εχθρικό απέναντί του είτε μαγικό σωτήρα;

Η καταφατική απάντηση στο πρώτο σκέλος της καθεμιάς από τις παραπάνω πιθανότητες είναι ενδεικτική νεύρωσης συμπτωμάτων, ενώ η καταφατική απάντηση στο δεύτερο σκέλος της κάθε ερώτησης θεωρείται ενδεικτική νεύρωσης του χαρακτήρα.

Η σπουδαιότητα αυτής της διάκρισης εντοπίζεται στις συνέπειες που μπορεί να έχει για τη θεραπεία και την πρόγνωση. Στην περίπτωση κατά την οποία ένας ασθενής υποφέρει από νεύρωση συμπτωμάτων, ο θεραπευτής υποθέτει ότι υπάρχει κάτι στις τρέχουσες συνθήκες της ζωής του ασθενή, το οποίο έχει ενεργοποιήσει μέσα του μια ασυνείδητη παιδική σύγκρουση. Για να την αντιμετωπίσει, ο ασθενής χρησιμοποιεί δυσπροσαρμοστικούς μηχανισμούς - δηλαδή μεθόδους που κατά την παιδική του ηλικία μπορεί να συνιστούσαν την καλύτερη δυνατή λύση που διέθετε, στο παρόν πλαίσιο ωστόσο προκαλούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που είναι σε θέση να επιλύσουν. Έργο του θεραπευτή σε αυτή την περίπτωση είναι να προσδιορίσει τη σύγκρουση, να βοηθήσει τον ασθενή να επεξεργαστεί τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτήν και να αναπτύξει νέους τρόπους για να την αντιμετωπίσει. Έτσι η πρόγνωση θα είναι καλύτερη και η θεραπεία δεν θα διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα μεγάλο ποσοστό των αγχωδών διαταραχών ανήκει σ'αυτήν την κατηγορία.

Στην περίπτωση που γίνεται αντιληπτό ότι οι δυσκολίες ενός ασθενή υποδηλώνουν πρόβλημα του χαρακτήρα ή της προσωπικότητάς του, η αποστολή του θεραπευτή είναι περισσότερο πολύπλοκη, πιο απαιτητική και χρονοβόρα, και η πρόγνωση πιο επιφυλακτική. Σε αυτό συμφωνεί και η κοινή λογική, ότι δηλαδή η διαδικασία αλλαγής της προσωπικότητας ενός ατόμου είναι πιο δύσκολη από την αλλαγή μιας δυσπροσαρμοστικής αντίδρασης σε μια συγκεκριμένη ψυχοπιεστική κατάσταση.

Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες στην προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ψυχοπαθολογίας. Οι σημαντικότερες είναι: Το μοντέλο των ενορμήσεων και το δομικό μοντέλο του Freud , η ψυχολογία του Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας, η θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων και η ψυχολογία του εαυτού. Η κάθε μία δίνει έμφαση σε διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητας και με την έννοια αυτή αλληλοσυμπληρώνονται. Σημαντικό για τους θεραπευτές είναι να τις γνωρίζουν, έτσι ώστε να μπορούν να κατευθύνουν τις προσπάθειές τους ανάλογα με τις ανάγκες των θεραπευομένων.

Αναφερόμενοι τώρα στη θεραπεία με ασθενείς νευρωτικού επιπέδου, όπως είναι οι περισσότεροι ασθενείς με αγχώδη διαταραχή που επισκέπτονται έναν θεραπευτή, μπορούμε να υπογραμμίσουμε τα εξής:

Η ψυχαναλυτική θεωρία, αποδίδει το άγχος σε ενδοψυχική σύγκρουση. Το άγχος δηλαδή θεωρείται ως απάντηση του εγώ σε απαγορευμένες ασυνείδητες ενορμήσεις που έρχονται σε σύγκρουση με το εγώ και το υπερεγώ ή την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή έχουμε δύο είδη άγχους: το προειδοποιητικό άγχος, που κινητοποιείται από το εγώ για να προειδοποιήσει το άτομο για την επαπειλούμενη εισβολή στο συνειδητό απαγορευμένων ενορμήσεων, οπότε και ενδυναμώνονται οι αμυντικοί μηχανισμοί για τον έλεγχό τους και διατηρείται η ψυχική ισορροπία, και το αυτόματο (τραυματικό άγχος), που όταν συμβεί, το άτομο το βιώνει σαν πανικό και που μπορεί να εμφανισθεί όταν οι απαγορευμένες ενορμήσεις (είτε επειδή αδυνάτισαν οι άμυνες του εγώ είτε επειδή δυνάμωσαν πολύ οι ενορμήσεις) εισβάλουν στην συνείδηση.

Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις στην παιδική ηλικία μπορεί να είναι και συνειδητές, οπωσδήποτε όμως καθώς το παιδί μεγαλώνει απωθούνται στο ασυνείδητο.

Στην ενήλικη ζωή, όμως, διάφορες συνθήκες μπορεί να επανενεργοποιήσουν μια ασυνείδητη σύγκρουση και να προκαλέσουν άγχος, καθότι κινητοποιούν παιδικούς φόβους, οι οποίοι ήταν η αναμενόμενη συνέπεια της ύπαρξης της απαγορευμένης επιθυμίας (π.χ. αν το παιδάκι επιθυμεί να σκοτώσει τον μικρό αδελφό του, φοβάται ότι θα το τιμωρήσουν αυστηρά).

Οι πιο τυπικοί φόβοι που μπορούν να επανενεργοποιηθούν στην ενήλικη ζωή είναι:

- απώλεια γονιού ή άλλου σημαντικού ατόμου ή αποχωρισμός από γονιό ή άλλο σημαντικό άτομο

- απώλεια της αγάπης λόγω θυμού ή αποδοκιμασίας από κάποιο σημαντικό άτομο

- άγχος ευνουχισμού

- απώλεια της αυτοεκτίμησης, όταν το άτομο δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις ηθικές και άλλες αξίες που υιοθέτησε από τους γονείς και το περιβάλλον του

Όλες οι ψυχοδυναμικές θεραπευτικές προσεγγίσεις βασίζονται στην υπόθεση ότι το παρόν διαμορφώνεται και κυβερνάται από το παρελθόν. Οι πολλαπλές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο παιδί και το περιβάλλον του - κυρίως τους γονείς - μέσα από διαστάσεις όπως εμπιστοσύνη ή δυσπιστία, σταθερότητα ή αστάθεια, ευχαρίστηση ή πόνος, τιμωρία ή ανταμοιβή διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, την αίσθηση του εαυτού, τα είδη των αμυντικών μηχανισμών, την ένταση του άγχους, τις συγκρούσεις κτλ. Πολλές από αυτές τις ψυχολογικές διεργασίες γίνονται ή ωθούνται στο ασυνείδητο . Γιατί θεωρούνται την εποχή της εμφάνισής τους ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές , π.χ. ο μητροκτόνος θυμός ενός αγοριού προς την εξουσιαστική και σαδιστική μητέρα του, απωθείται στο ασυνείδητο γιατί βρίσκεται σε σύγκρουση με την ανάγκη για φροντίδα και προστασία από τη μητέρα του.

Τόσο η σύγκρουση όσο και οι προσπάθειες ελέγχου της (π.χ. απώθηση), καταναλίσκουν η δεσμεύουν ένα σημαντικό ποσό ενέργειας από το άτομο, οπότε το άτομο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί στην εργασία του ή στη διασκέδασή του. Όταν η σύγκρουση επιστρέφει στο συνειδητό εμφανίζεται μεταμφιεσμένη παίρνοντας τη μορφή συμπτωμάτων, όπως είναι το άγχος, η φοβία, η κατάθλιψη, ο ψυχαναγκασμός κ.α.

Το άτομο, φυσικά, μπορεί, εν μέρη τουλάχιστον, να λύσει μέσα από ευεργετικές εμπειρίες της ζωής του τις συγκρούσεις καθώς μεγαλώνει. Μπορεί, όμως, και να μείνει καθηλωμένο σ'αυτές και να χρειασθεί ψυχοδυναμική ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.

Μορφές ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας

Ατομική ψυχοθεραπεία

Ψυχανάλυση

Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία: Αποκαλυπτική , εκφραστική ψυχοθεραπεία

Βραχεία δυναμική ψυχοθεραπεία

Υποστηρικτική ψυχοθεραπεία

Υπαρξιακές ψυχοθεραπείες

Ομαδική ψυχοθεραπεία

Οικογενειακή (ψυχο)θεραπεία

Ψυχοθεραπεία ζεύγους

Η ψυχαναλυτική θεραπεία τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις, είναι ευκολότερη με ασθενείς που είναι πιο υγιείς από ό,τι με ασθενείς που χαρακτηρίζονται από μεταιχμιακή ή ψυχωτική οργάνωση. Στην περίπτωση των λιγότερων διαταραγμένων ατόμων ο θεραπευτής υποθέτει, σύμφωνα με τη θεωρία του Erikson , ότι τα άτομα αυτά διακρίνονται από βασική εμπιστοσύνη, υψηλό βαθμό αυτονομίας και σταθερή αίσθηση της ταυτότητας. Έτσι, οι στόχοι της θεραπείας, περιλαμβάνουν την άρση των ασυνείδητων εμποδίων που υψώνονται και δεν επιτρέπουν την πλήρη ικανοποίηση του ατόμου στους τομείς του έρωτα, της εργασίας και του παιχνιδιού.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας νευρωτικός ασθενής δημιουργεί με το θεραπευτή μια θεραπευτική συμμαχία, στην οποία ο κλινικός και το παρατηρησιακό τμήμα του Εγώ του ασθενή συμμαχούν για την αποκάλυψη ασυνείδητων ως τότε αμυντικών διεργασιών, συναισθημάτων, φαντασιώσεων, πεποιθήσεων, συγκρούσεων και στόχων. Εάν αυτό που επιθυμεί ένας ασθενής είναι να κατανοήσει πληρέστερα την προσωπικότητά του με στόχο να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη και αλλαγή, τότε η εντατική ψυχανάλυση αποτελεί μια καλή επιλογή.

Όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα ή την επιθυμία να προχωρήσουν σε μια τέτοια δέσμευση χρόνου, χρημάτων και συναισθηματικής ενέργειας, δηλαδή όλα όσα απαιτούνται στην εντατική ανάλυση, η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία μπορεί πράγματι να είναι η καταλληλότερη επιλογή. Αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ως ψυχοθεραπεία είναι μια τροποποίηση της κλασικής ψυχανάλυσης προς την κατεύθυνση της εστίασης σε πιο συγκεκριμένα προβλήματα. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται σε πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις του ασθενή με το θεραπευτή επί δύο ως τρεις φορές την εβδομάδα. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει σε μικρότερο βαθμό τη συναισθηματική παλινδρόμηση, διευκολύνει λιγότερο την ανάπτυξη μεταβιβαστικής νεύρωσης και είναι περισσότερο ενεργητικός στην ανακίνηση θεμάτων.

Ανάλογα με τον τρόπο που εφαρμόζεται, η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία διακρίνεται σε δύο είδη: στην εκφραστική ή αποκαλυπτική και στην υποστηρικτική.

Εκφραστική είναι η ψυχοθεραπεία εκείνη που έχει για στόχο της την αποκάλυψη και εν συνεχεία επίλυση των ασυνείδητων ψυχικών συγκρούσεων του ασθενή.

Υποστηρικτική είναι η ψυχοθεραπεία εκείνη που έχει για στόχο της την ενίσχυση της ψυχικής ισορροπίας του ασθενή και αποφεύγει να διεισδύσει στα βαθύτερα αίτια των δυσκολιών του, προστατεύοντάς τον έτσι από το άγχος που θα του προκαλούσε μια τέτοια προσπάθεια, αλλά συγχρόνως στερώντας του τη δυνατότητα να λύσει τα προβλήματα που υπονομεύουν την προσωπικότητά του. Οι ενδείξεις για μιαν υποστηρικτική ψυχοθεραπεία είναι λιγότερο απαιτητικές και περικλείουν τις πιο ακραίες διαγνωστικές περιπτώσεις.

Βασικά, η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία απαιτεί από τον ασθενή να μάθει τον εαυτό του, να μάθει ποιος είναι. Και για την επίτευξη του σκοπού αυτού, χρειάζεται να αναπτυχθεί μια όσο το δυνατόν πιο γνήσια επικοινωνία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου - ένας θεραπευτικός διάλογος. Στην ψυχανάλυση ο διάλογος κινείται σχεδόν αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια του ελεύθερου συνειρμού. Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία η τακτική είναι περισσότερο ελαστική, συγκαταβατική θα λέγαμε. Ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζει ο ψυχοθεραπευτής τον ασθενή του είναι πιο ενεργητικός, πιο επεμβατικός, πιο συνδιαλλακτικός.

Στην εκφραστική ή αποκαλυπτική ψυχοθεραπεία, όπως και στην ψυχανάλυση, ο βασικός τρόπος με τον οποίον ο θεραπευτής προσπαθεί να υπερνικήσει τις αντιστάσεις του ασθενή έτσι ώστε προοδευτικά να τον οδηγήσει στην κατανόηση του προβλήματός του, είναι η ερμηνεία.

Σε άλλες μορφές ψυχοθεραπείας, ωστόσο, εκτός από την ερμηνεία γίνεται χρήση και άλλων θεραπευτικών παρεμβάσεων ή παραμέτρων. Εξηγήσεις, συμβουλές, παραινέσεις και απαγορεύσεις, η υποβολή και η ενθάρρυνση, και προπάντων η αντιμετώπιση του ασθενή με τη δυσάρεστη πραγματικότητα των προβλημάτων του, με τα αντιφατικά συναισθήματα ή την ασυνεπή, ανάρμοστη, επιθετική συμπεριφορά του, που εκείνος επιμένει να αγνοεί, επιτρέπονται και συχνά απαιτούνται στην ψυχοθεραπεία.

Το κύριο χαρακτηριστικό της βραχείας δυναμικής ψυχοθεραπείας, είναι η μικρή διάρκειά της σε σχέση με την παραδοσιακή ψυχανάλυση και την ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία ανοιχτής διάρκειας, που κρατούν μήνες και πολλές φορές χρόνια ολόκληρα. Η σύντομη ή βραχεία ψυχοθεραπεία διαρκεί μόνο μερικές εβδομάδες (συνήθως από 15 ως 30).

Ο όρος σύντομη ή βραχεία ψυχοθεραπεία αντιπροσωπεύει μια θεραπευτική μέθοδο με ψυχαναλυτική τοποθέτηση. Χαρακτηριστική είναι η τεχνική της μεθόδου, που συνιστάται στον εντοπισμό μιας εστίας προβληματισμού ή κάποιας τρέχουσας ψυχολογικής κρίσης στη ζωή του ασθενή, πάνω στην οποία επικεντρώνεται η ψυχοθεραπευτική εργασία. Το κεντρικό αυτό πρόβλημα έχει άμεση σχέση με το άγχος που φέρνει τον ασθενή στον ψυχίατρο, χωρίς αναγκαστικά να εξαντλεί την παθολογία του. Ο σκοπός και τα χρονικά όρια της θεραπείας συμπίπτουν με τη λύση του κεντρικού προβλήματος.

Ροτζεριανή θεραπεία

Η μη κατευθυνόμενη θεραπεία ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, ψυχοθεραπεία με επίκεντρο τον πελάτη επινοήθηκε από τον Αμερικανό Καρλ Ρότζερς και έχει για αρχή την ιδέα ότι κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα θετικό δυναμικό που μπορεί να το αξιοποιήσει. Η τεχνική της στηρίζεται στην ικανότητα του θεραπευτή για μια γνήσια συναισθηματική κατανόηση. Χωρίς κριτική ή άλλη προσωπική τοποθέτηση, στοχαστικά, ο θεραπευτής προσπαθεί να βοηθήσει τον ασθενή να συνειδητοποιήσει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του έτσι όπως διαφαίνονται μέσα από τα λόγια του και τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας. Με το σταθερό, θετικό, αλλά παθητικό ενδιαφέρον του θεραπευτή, που συμμετέχει συναισθηματικά με ένα συναινετικό κίνημα του κεφαλιού, με μια μονοσύλλαβη κουβέντα ή απλώς με το ύφος του προσώπου του, επαναλαμβάνοντας ή παραφράζοντας από καιρό σε καιρό τις σκέψεις εκείνες του ασθενή που τον εκφράζουν πιστότερα, δημιουργείται μια σχέση ασφάλειας και εμπιστοσύνης, η οποία του επιτρέπει να απαλλαγεί από τις αυταπάτες και την προσποίηση που του έχουν επιβάλει οι συνθήκες της ζωής.

Η ροτζεριανή μέθοδος θυμίζει ως ένα βαθμό την ψυχανάλυση. Αλλά αποφεύγει την ερμηνεία. Τόσο στη φιλοσοφία της όσο και στην τεχνική συγγενεύει περισσότερο με τις ανθρωπιστικές και υπαρξιακές ψυχοθεραπείες, που κι αυτές έχουν ως σκοπό την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, παρά τη θεραπευτική αντιμετώπιση μιας ψυχιατρικής διαταραχής, την απαλλαγή από συμπτώματα ή την αποκατάσταση μιας ψυχικής ισορροπίας που έχει διαταραχθεί από κάποια λειτουργική ή οργανική παθολογία.

Το άγχος του ασθενή αντιμετωπίζεται ως μια έκφραση ανίσχυρης διαμαρτυρίας εναντίον της ιδέας του θανάτου, της μοναξιάς, της βίας και της αδικίας, που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη και που ο ασθενής τα συνδέει με την αδυναμία της παιδικής του ηλικίας, περιμένοντας να βρει προστασία και ενθάρρυνση στην εξαρτημένη σχέση με τους γονείς του και, μεταβιβαστικά, με διάφορα υποκατάστατα όπως τον ψυχοθεραπευτή του. Το άγχος αυτό και τα συναισθήματα ενοχής που του προκαλεί η αδυναμία του να αντιταχθεί στην αυθαιρεσία της μοίρας μπορούν να ξεπεραστούν όταν ο ασθενής καταλάβει πως έχει την ελευθερία να αποφασίσει για τον εαυτό του με την πράξη, παίρνοντας υπεύθυνες αποφάσεις έτσι που να μεταμορφώνουν το μέλλον του από μια παθητική προσδοκία κατάρρευσης σε μιαν ενεργητική αξιοποίηση του εαυτού του.

Όπως θα παρατηρήσατε κι εσείς, στην σύντομη και περιληπτική αυτή παρουσίαση, ελάχιστες φορές αναφέρθηκα στην αγχώδη διαταραχή. Αυτό οφείλεται σε δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον η κλινική εικόνα, η ταξινόμηση και άλλοι σημαντικοί παράγοντες έχουν ήδη αναπτυχθεί από ομιλητές που προηγήθηκαν. Και δεύτερον, όπως έχω περιγράψει πιο πάνω, η διαγνωστική ταξινόμηση που ακολουθούν οι ψυχοθεραπευτές ψυχοδυναμικής κατεύθυνσης συνήθως δεν ταυτίζεται με αυτήν της κλασσικής ψυχιατρικής.

Ο ψυχίατρος προσπαθεί να αντιμετωπίσει το σύμπτωμα με τη βοήθεια των ψυχοφαρμάκων, ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής χρησιμοποιεί και τις δύο μεθόδους ανάλογα με την περίπτωση (ψυχοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή ή ο συνδυασμός των δύο, που είναι και ο συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης της αγχώδους διαταραχής), ενώ ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής για τη συνταγογραφία ψυχοφαρμάκων συνεργάζεται με κάποιο ψυχίατρο.

Στην πράξη η θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί ένας γιατρός εξαρτάται συνήθως από την εκπαίδευση που έχει ακολουθήσει («μ'όποιον δάσκαλο καθίσεις»....). Η επιλογή μιας συγκεκριμένης μεθόδου και η «αυθαίρετη» τροποποίησή της εξαρτάται κυρίως από την ψυχοσύνθεση του ίδιου του ψυχίατρου ή ψυχίατρου-ψυχοθεραπευτή.

Τελειώνοντας θέλω να επισημάνω το εξής: Η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία είναι μια θεραπευτική μέθοδος μέσα σε πολλές άλλες, με τα θετικά και τα αρνητικά της, τις δυσκολίες της κ.λ.π. Το θεωρητικό της υπόβαθρο όμως, δηλαδή η ψυχαναλυτική θεωρία, το οποίο οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών άλλων θεραπευτικών μεθόδων, το θεωρώ ύψιστης σημασίας. Μας έδωσε τη δυνατότητα να κατανοούμε σε βάθος την ανθρώπινη συμπεριφορά και τα τόσα άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Χωρίς τη γνώση για το ασυνείδητο, τους μηχανισμούς άμυνας, τη σημασία της παιδικής ηλικίας κ.λ.π. δε θα μπορούσαμε για παράδειγμα να εξηγήσουμε ούτε τον έρωτα, ούτε τα προβλήματα επικοινωνίας, ούτε τις αυτοκαταστροφικές μας τάσεις.

Σας ευχαριστώ

Παντελής Παπαδόπουλος

(Συμμετοχή στην επιστημ. Ημερίδα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας στο Περτούλι τον Νοέμβριο 2005)